Τ.Ε.Ι. Πατρών Ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 Διατμηματικό προαιρετικό μάθημα «Ίσες ευκαιρίες των δύο φύλων στον τομέα απασχόληση» Διδάσκουσα: Άννα-Ευφροσύνη Μιχοπούλου Μ.Α. στις Γυναικείες Σπουδές Σημειώσεις «Εργασία, διαφυλικές σχέσεις και γυναικείο κίνημα» Το παράδοξο με την εργασία είναι ότι συνιστά ευλογία αλλά και κατάρα. Ευλογία όταν μπορούμε να εργαζόμαστε εξυπηρετώντας τις ανάγκες τις δικές μας και του ανθρώπινου περιβάλλοντός μας, κατάρα όταν ο μόχθος που απαιτεί και ο καταναγκαστικός χαρακτήρας της μας δημιουργούν αισθήματα κόπωσης και στέρησης της ευχαρίστησης, ή ακόμα και της ελευθερίας μας. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός καταρριέται τον Αδάμ, τον άνδρα δηλαδή, να εργάζεται, και επιβαρύνει την Εύα, τη γυναίκα, με το άχθος της γέννας -που δεν περιορίζεται στους πόνους του τοκετού, αλλά συνεπάγεται επίσης εργασία, όπως θα δούμε. Στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής οι ελεύθεροι πολίτες αποφεύγουν τις βαρύτερες εργασίες, που πέφτουν στις πλάτες των δούλων. Κι αν στην ελληνική γλώσσα, την εξαιρετικά εκφραστική, η λέξη εργασία σημαίνει την παραγωγή έργου -έννοια κατεξοχήν δημιουργική-, υπάρχει και η δουλειά, που με μια μετάθεση του τόνου γίνεται δουλεία. Η πολιτική κατασκευή των φύλων και η κατανομή των εργασιών Στον ζωικό κόσμο παρατηρούμε ποικιλία στους τρόπους συντήρησης της ζωής ατόμων και κοπαδιών, άλλοτε με παρόμοια και άλλοτε με διαφορετική -κατά εποχή, κατά ηλικία και κατά φύλο- εμπλοκή των ατόμων. Έτσι κι αλλιώς, ο ανθρώπινος πολιτισμός (προϊόν της πόλεως και όχι της φύσεως, όπως προδίδει η λέξη) κατασκευάζει τους δικούς του κανόνες -αν όχι αντίθετους προς τη φύση, πάντως ούτε και κατ’ ευθείαν παραγόμενους από αυτήν. Τα καταγραμμένα παραδοσιακά σχήματα ανθρώπινης διαβίωσης, είτε νομαδικά είτε μόνιμης εγκατάστασης, χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από κατανομή των αναγκαίων εργασιών κατά φύλο. Η διαφοροποίηση αυτή, συντελούμενη στα δεδομένα -πατριαρχικά- περιβάλλοντα, αποκτά και το ανάλογο αξιολογικό ως προς τα φύλα φορτίο. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, αντί οι υπηρεσίες ανδρών και γυναικών να αποτιμώνται ως ισοδύναμες και εξίσου σημαντικές -και επομένως τιμητικές-, οι ανδρικές ασχολίες θεωρούνται πρωτεύουσες και καταξιωτικές, ενώ οι γυναικείες δευτερεύουσες και σε μεγάλο βαθμό μειωτικές. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η παραδοσιακή διαφοροποίηση της εργασίας κατά φύλο αποδίδεται στο ότι οι γυναίκες αφενός κατά την αναπαραγωγική ηλικία δεσμεύονται από τις λειτουργίες της τεκνοποίησης, αφετέρου κατά κανόνα διαθέτουν μικρότερη μυική δύναμη από τους άνδρες -γεγονός που αυτομάτως καταγράφεται ως μειονεξία. Μια κριτική ματιά, πάντως, μας επιτρέπει ορισμένες αντιρρήσεις: Ως προς το πρώτο, τη δέσμευση των γυναικών στα καθήκοντα της αναπαραγωγής δηλαδή, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι, εκτός από τις αποκλειστικά γυναικείες λειτουργίες της τεκνοποίησης -την κύηση και τον θηλασμό-, στις γυναίκες αποδίδονται αυθαίρετα και όλες οι εργασίες και φροντίδες θρέψης, ένδυσης, καθαρισμού και περίθαλψης όλων των μελών του περιβάλλοντός τους, ανηλίκων και ενηλίκων, ως εξίσου «φυσικές» και μάλιστα ως εκ τούτου αυθόρμητα επιθυμητές από τις ίδιες. Οι άνδρες, εάν και όποτε ασχοληθούν με τις εργασίες αυτές (ως μάγειροι, ράφτες, καθαριστές, νοσοκόμοι κλπ.), αναμένεται να το κάνουν επ’ αμοιβή, αρνούμενοι μάλιστα οι ίδιοι την προσφορά των υπηρεσιών αυτών στο προσωπικό τους περιβάλλον, ως υποτιμητική για τον ανδρισμό τους, παρότι διατυμπανίζουν ότι και στα έργα αυτά έχουν την υπεροχή –ότι είναι καλύτεροι μάγειροι, ράφτες κλπ. από τις γυναίκες! Εξάλλου, διαπιστώνουμε ότι τα πρότυπα συμπεριφοράς των δύο φύλων δεν είναι παντού ίδια, αλλά παρουσιάζουν παραλλαγές -συχνά πολύ σημαντικές- σε διαφορετικούς πολιτισμούς ή και σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις εντός του ίδιου κοινωνικού συνόλου (γνωστή π.χ. υπήρξε η διαφορά στην ανατροφή των γυναικών στη Σπάρτη από αυτήν στην Αθήνα της κλασικής εποχής), κάτι που θέτει ευθέως σε αμφισβήτηση τον ισχυρισμό ότι τα στερεότυπα των φυλετικών ρόλων προκύπτουν «φυσικά», από τις βιολογικές τους λειτουργίες. Ως προς το δεύτερο, τη γυναικεία φυσιολογική αδυναμία δηλαδή, θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε αφενός ότι πλείστες εργασίες του νοικοκυριού -το οποίο στις παραδοσιακές κοινωνίες συνιστά σχεδόν πλήρη βιοτεχνική μονάδα- απαιτούν σημαντική μυϊκή δύναμη (όπως το πλύσιμο και στέγνωμα των βαριών μάλλινων ρούχων και των στρωσιδιών, το ζύμωμα, το κουβάλημα των ξύλων και το άναμμα της φωτιάς κ.ά.), ενώ συχνότατα οι γυναίκες καλούνται να απασχοληθούν και σε εκτός κατοικίας εργασίες (γεωργικές και άλλες), και μάλιστα όχι μόνο επικουρικά ή συμπληρωματικά προς τους άνδρες, αλλά κάποτε και αντικαθιστώντας τους (δεν είναι σπάνιες οι εικόνες -λογοτεχνικές, εικαστικές, φωτογραφικές και άλλες- γυναικών που σκάβουν τα χωράφια ενόσω οι άντρες της οικογένειας λείπουν -στην ξενιτιά ή στη θάλασσα- ή και κάθονται στο καφενείο, ενώ γνωστή μας είναι και η εικόνα του άντρα που γυρίζει από το χωράφι επάνω στο ζώο, με τη γυναίκα να ακολουθεί πεζή και φορτωμένη). Εξάλλου, η ίδια η σχετική αδυναμία των γυναικών πιθανότατα δεν είναι αναπόφευκτη, αλλά προξενείται κατά μεγάλο μέρος από τον τρόπο διαπαιδαγώγησης και διατροφής τους. Με την ευκαιρία αυτή να επισημάνουμε ότι η διπλή απασχόληση των γυναικών, εντός και εκτός οικίας, αποτελεί παλαιότατο φαινόμενο και όχι καρπό της πρόσφατης βιομηχανικής εποχής, πόσω μάλλον του γυναικείου κινήματος. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι οι γυναίκες είναι οι βασικές παραγωγοί στις ανθρώπινες κοινότητες και οι άνδρες βοηθοί και επίκουροί τους. Ωστόσο στις παραδοσιακές πατριαρχικές κοινωνίες που γνωρίζουμε από το παρελθόν, αλλά και στο παρόν, την πρωτοκαθεδρία κρατούν οι άνδρες. Και ενώ έχει καταμετρηθεί ότι παγκοσμίως -σε βιομηχανικές και μη κοινωνίες- οι γυναίκες παράγουν το μεγαλύτερο ποσό εργασιακού προϊόντος (παρέχοντας περί το 70% των ωρών εργασίας), εξακολουθούν να διαχειρίζονται και να καρπούνται ελάχιστο ποσοστό περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών προσόδων (περί το 10% του πλούτου του πλανήτη), με το να τους εμποδίζεται, μεταξύ άλλων, η πρόσβαση ή η ανέλιξη σε μια σειρά από προσοδοφόρες δραστηριότητες. Πρόκειται για ένα πολιτικό πρόβλημα μεταξύ των δύο φύλων. Μάλιστα ο Ένγκελς υποστήριξε ότι η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των ανδρών, μέσω των συναλλαγών, ήταν που αποτέλεσε τη βάση για την παγίωση της ανδρικής εξουσίας επί των γυναικών (και όχι η μυϊκή υπεροχή και η άσκηση βίας, που επομένως απορρέει και επαναβεβαιώνει την εξουσία αυτή). Η αιτιολόγηση της γυναικείας καταπίεσης και εκμετάλλευσης, βέβαια, είναι απαιτεί σύνθετη προσέγγιση, που δεν είναι της παρούσης. Το πρώτο κύμα του φεμινισμού και η εργασία ως μέσο χειραφέτησης Οι ζυμώσεις που πυροδοτήθηκαν στις χώρες της Δύσης από την άνοδο της αστικής τάξης, τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και, στη συνέχεια, από την εκβιομηχάνιση και τον εξαστισμό μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού έθεσαν σε δοκιμασία πολλές από τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές και παραδοχές, με τη δημιουργία ποικίλων κινήσεων και κινημάτων. Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να μορφοποιείται και ένα γυναικείο κίνημα, που επαναδιαπραγματεύθηκε την κοινωνική θέση των γυναικών. Το πρώτο κύμα του φεμινισμού επιδίωξε να επανεκτιμηθεί η κοινωνική προσφορά των γυναικών, και σε αυτή τη βάση να τους αποδοθούν ίσα με τους άνδρες πολιτικά, νομικά και κοινωνικά δικαιώματα –αυτό που αποκαλείται χειραφέτηση (αφήνω το χέρι κάποιου, τον θεωρώ ενήλικο). Οι κινητοποιήσεις των γυναικών ανέδειξαν ποικίλα ζητήματα, όπως η πορνεία ή η αναπαραγωγική αυτοδιάθεση των γυναικών (με την εξασφάλιση μεθόδων αντισύλληψης και ακίνδυνης άμβλωσης), ενώ ιδιαίτερα δυναμικό υπήρξε το κίνημα για τη νομική εξίσωση των γυναικών με τους άνδρες και την ψήφο (suffrage στα αγγλικά, από όπου και η διαδεδομένη ονομασία suffragettes, σουφραζέτες, για τις φεμινίστριες της εποχής). Στην Ελλάδα η πρωτοπόρος του φεμινισμού και εκδότρια της Εφημερίδος των Κυριών (1887-1917) Καλλιρρόη Παρρέν θεώρησε προτεραιότητα τη διεκδίκηση της εκπαίδευσης των γυναικών, υποστηρίζοντας ότι θα συντελούσε στην πνευματική τους άνοδο, αλλά και στην καλύτερη εκτέλεση των οικογενειακών τους καθηκόντων, ενώ, εφόσον χρειαζόταν ή το επιθυμούσαν, θα εξασφάλιζε και την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Παράλληλα με τις διεκδικήσεις από την πολιτεία -ως προς την πρωτοβάθμια, τη δευτεροβάθμια, αλλά και την ανώτερη εκπαίδευση-, οι γυναίκες ανέπτυξαν και δικές τους πρωτοβουλίες, με την σύμπηξη συλλόγων, τη διοργάνωση μαθημάτων για την επιμόρφωση απόρων μητέρων και εργαζομένων γυναικών και άλλες δραστηριότητες. Έτσι, και ενώ επιδιωκόταν η επανεκτίμηση και του υποβαθμισμένου μέχρι τότε ρόλου των γυναικών ως μητέρων (με την καθιέρωση, μεταξύ άλλων, του εορτασμού της Ημέρας της Μητέρας), βλέπουμε την εκπαίδευση και την επαγγελματική απασχόληση να προβάλλουν ως βασικά μέσα για την κοινωνική χειραφέτηση και καταξίωση των γυναικών στην Ελλάδα. Η εργασία ως δικαίωμα προβλήθηκε και από το εργατικό κίνημα. Η εγκατάλειψη της γεωργίας σήμανε την αυξανόμενη εξάρτηση ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων πληθυσμού από επαγγέλματα του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα. Η εργασία -τόσο το είδος όσο και η παροχή της- απέκτησαν ρευστότητα, δημιουργώντας για άλλους δυνατότητες πλουτισμού και για άλλους μεγάλη ανασφάλεια. Για τους δεύτερους η εξασφάλιση εργασίας μετατράπηκε σε κοινωνικό αίτημα ταυτόσημο με το δικαίωμα στην επιβίωση των ίδιων και των προστατευόμενών τους. Δυναμικές εργατικές κινητοποιήσεις γυναικών σημειώθηκαν ήδη από τον 19ο αιώνα, όπως η αιματηρή απεργία των εργατριών στην κλωστοϋφαντουργία της Νέας Υόρκης στις 8 Μάρτη του 1857, η επέτειος της οποίας, καθιερώθηκε ως Ημέρα της Γυναίκας από το 1910 (μετά από εισήγηση της Κλάρας Τσέτκιν στο Παγκόσμιο Συνέδριο των Σοσιαλιστριών στην Κοπεγχάγη). Ωστόσο στους χώρους των εργατικών κινημάτων την πρωτοκαθεδρία κατέλαβαν και πάλι οι άνδρες και οι δικές τους ανάγκες και προτεραιότητες. Μάλιστα, τα αιτήματα του γυναικείου κινήματος έμελλε να αντιμετωπισθούν με καχυποψία ή και άρνηση από τμήματα του εργατικού κινήματος. Ιδιαίτερα, πολλά κομμουνιστικά κόμματα αντιτάχθηκαν στο γυναικείο κίνημα, στο οποίο καταλόγιζαν ότι ήταν προϊόν της αστικής τάξης και διασπούσε το εργατικό κίνημα. Τα ριζοσπαστικότερα αιτήματα των γυναικών (π.χ. η διοργάνωση κοινών λαϊκών μαγειρείων, πλυντηρίων κλπ.) παραμερίστηκαν μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Σε αντιστάθμισμα καλλιεργήθηκε η πεποίθηση ότι στο πλαίσιο των κομμουνιστικών καθεστώτων το πρόβλημα της ανισότητας των φύλων θα αντιμετωπίζονταν. Και είναι αλήθεια ότι στις χώρες όπου επικράτησε ο κομμουνισμός ενθαρρύνθηκε η συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση, στις επιστήμες και στις τέχνες, στην εργασία, αλλά και στα κομματικά όργανα. Η συμμετοχή όμως αυτή συνάντησε τα όριά της, όπως και στη Δύση, στο περίφημο «γυάλινη οροφή», τα αόρατα εμπόδια δηλαδή που δεν επιτρέπουν στις γυναίκες (ή/και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, κατά περίσταση) να αναδειχθούν όπως θα περίμενε κανείς. Τα αίτια εντοπίζονται στις άτυπες μορφές αντίδρασης εκ μέρους των ανδρών εις βάρος των γυναικών μέσα στους εργασιακούς χώρους, καθώς και στην ουσιαστική διατήρηση των στερεότυπων ρόλων των φύλων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Προτεραιότητα των γυναικών εξακολούθησε να θεωρείται ο δεύτερος, ενώ οι οικιακές εργασίες εξακολούθησαν να τις βαρύνουν καθοριστικά. Οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι και η έξοδος των γυναικών στους χώρους αμειβόμενης εργασίας Η εργασία έμελλε να παίξει ουσιώδη ρόλο στην αλλαγή της θέσης των γυναικών στις χώρες της Δύσης από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, όταν η απουσία των ανδρών στο μέτωπο έκανε αναγκαία τη συμμετοχή των γυναικών σε πλήθος δραστηριότητες που μέχρι τότε θεωρούνταν ανδρικές, από την παρασκευή όπλων και πυρομαχικών μέχρι τη θητεία σε υπηρεσίες του στρατού, όπως οι μεταφορές, οι διαβιβάσεις κ.ά. Έτσι, μετά το τέλος του πολέμου, υπό την πίεση και του γυναικείου κινήματος, άρχισαν να αποδίδονται πολιτικά και άλλα δικαιώματα στις γυναίκες. Η κίνηση αυτή συνεχίστηκε μετά και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οδηγώντας στη σύναψη ευεργετικών για τις γυναίκες συνθηκών υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., όπως η συνθήκη της Ρώμης και η διεθνής σύμβαση της Νέας Υόρκης «Περί πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών». Παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται το κράτος πρόνοιας, που συντελεί ουσιωδώς στη βελτίωση της θέσης των γυναικών. Στην Ελλάδα, που δεν συγκαταλεγόταν στις χώρες με βιομηχανική ανάπτυξη, η οικονομία παρέμεινε κυρίως γεωργική και τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού βίου ισχυρά, αντιμέτωπα, ωστόσο, με μια έντονη διάθεση εκδυτικισμού. Το αίτημα για ψήφο των γυναικών τέθηκε ως προτεραιότητα από τον Σύνδεσμο υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικών το 1920. Ένα πρώτο -αλλά ατελές- βήμα πραγματοποιήθηκε το 1930, όταν δόθηκε το δικαίωμα του εκλέγειν για την τοπική αυτοδιοίκηση στις εγγράμματες γυναίκες άνω των 30 ετών. Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά το 1936 σήμανε την αναστολή των πολιτικών δικαιωμάτων για άνδρες και γυναίκες. Ακολούθησε η δραματική περίοδος της Κατοχής, οπότε η συμμετοχή σημαντικού αριθμού γυναικών στην Αντίσταση λειτούργησε ως παράγων χειραφέτησης, ενώ στα πεπραγμένα της Αριστεράς καταχωρίστηκε η παραχώρηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι από τη λεγόμενη Κυβέρνηση του Βουνού στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Η επίσημη ελληνική πολιτεία έμελλε να παραχωρήσει πλήρη εκλογικά δικαιώματα στις γυναίκες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, με σχετική πρόβλεψη στο νέο σύνταγμα, με την επικύρωση των σχετικών διεθνών συνθηκών που προαναφέραμε και με την ψήφιση του σχετικού νόμου το 1952. Η συνεχιζόμενη οικονομική καχεξία της μεταπολεμικής Ελλάδας έπληξε ιδιαίτερα την ύπαιθρο. Το ρεύμα μετανάστευσης που σημειώθηκε προς τη Γερμανία, τον Καναδά, την Αυστραλία και άλλες ανεπτυγμένες χώρες περιέλαβε και γυναίκες, που ξενιτεύθηκαν για να εργασθούν ως ανειδίκευτες εργάτριες στα μεγάλα εργοστάσια ή σε οικογενειακές ή ομογενειακές επιχειρήσεις ή για να επιδοθούν σε επιτηδεύματα χαρακτηρισμένα γυναικεία, όπως ο καθαρισμός κτηρίων ή η μοδιστρική. Στην Ελλάδα το εργασιακό καθεστώς των γυναικών έμελλε να αρχίσει να αλλάζει ιδίως από τη δεκαετία του 1970 και εξής, όταν πολλές οικογένειες άρχισαν να «επενδύουν» στην εκπαίδευση των κοριτσιών τους, με την προοπτική μιας θέσης -κατά προτίμηση στο Δημόσιο- και ενός μισθού, ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα της προίκας. Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού και η απελευθέρωση από τα στερεότυπα στον τομέα της εργασίας Η θεσμική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των γυναικών πραγματοποιήθηκε μετά τη μεταπολίτευση, με βάση το σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975 (το οποίο συνέπεσε να έχει κηρυχθεί Διεθνές Έτος της Γυναίκας από τον Ο.Η.Ε.) και σύμφωνα με τα θέσφατα της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει της ένταξης της Ελλάδας σε αυτήν, που είχε προγραμματισθεί για το 1981 –η ψήφιση ενός πλήθους εξισωτικών και ευεργετικών για τις γυναίκες διατάξεων και νόμων από τη χρονιά αυτή και μέσα σε διάστημα μερικών χρόνων απέδωσε ένα από τα πλέον προωθημένα θεσμικά πλαίσια διεθνώς. Ωστόσο, η εξίσου αναγκαία ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας προσέκρουσε αρχικά στην οικονομική ύφεση, για να παραμείνει και στη συνέχεια ελλειμματική, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα πρότυπα της δυτικής Ευρώπης. Γενικότερα η οικονομία διατήρησε σε μεγάλο βαθμό παλαιότερες δομές, στο πλαίσιο των οποίων κατά τη δεκαετία του 1980 καταγραφόταν υψηλό ποσοστό των γυναικών συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών της οικογένειας, ανερχόμενο στο 25,2 % (με μέσο όρο 4,7 % στην Ε.Ε.), το 71,6 % του οποίου ήταν γυναίκες απασχολούμενες στη γεωργία, ενώ ακριβώς το ποσοστό των απασχολούμενων στη γεωργία γυναικών χαρακτηριζόταν ιδιαίτερα υψηλό, ανερχόμενο στο 26,7 % (με μέσο όρο 6,3 % στην Ε.Ε.). Στο μεταξύ, από τη δεκαετία του 1960, στις χώρες της Δύσης το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος έθετε σε αμφισβήτηση αυτά καθαυτά τα στερεότυπα των ρόλων των φύλων, επαγγελλόμενο την απελευθέρωση -αίτημα που ενστερνίστηκαν και πολλοί άνδρες, κυρίως νεολαίοι, αναζητώντας εναλλακτικούς τρόπους συμπεριφοράς και κοινωνικο-πολιτικού βίου. Στα εναλλακτικά σχήματα διαβίωσης που εξερεύνησαν άτομα και των δύο φύλων περιλήφθηκαν διάφορες μορφές κοινοβιακού βίου, η δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων παιδότοπων με τη συμμετοχή των γονέων στη φύλαξη των παιδιών, η ανταλλαγή εργασιών κτό. Η φεμινιστική θεωρία ανέλυσε την υλική διάσταση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης των γυναικών και καταπιάστηκε να καταμετρήσει την απλήρωτη εργασία τους, τα μεροκάματα που απαιτούν ανά εβδομάδα οι οικιακές εργασίες, τις ακατάγραφες διαστάσεις της γυναικείας απασχόλησης (συναισθηματικός μόχθος σε αντιδιαστολή προς τον σωματικό) κλπ. Απομυθοποιήθηκε το πρότυπο της νοικοκυράς και καταδείχθηκε ότι η επαναληπτικότητα και το ατέρμονο των οικιακών εργασιών, το "συνεχές" ωράριο εργασίας, επαγρύπνησης και διαθεσιμότητας, όπως και η έλλειψη αναγνώρισης καθώς και συμμετοχής στον δημόσιο βίο καταλήγουν συχνά να αφαιρούν την ευχαρίστηση και το αίσθημα της προσφοράς οδηγώντας σε αυτοϋποτίμηση, ανία, πλήξη και άλλες νευρωσικές ή ψυχωσικές εκδηλώσεις. Για μια ακόμη φορά, η επαγγελματική απασχόληση των γυναικών αποτέλεσε αίτημα του γυναικείου κινήματος, συνδυασμένη με το αίτημα της συμμετοχής στον δημόσιο βίο και την πολιτική, και με την αναζήτηση πολλαπλών τρόπων έκφρασης και αυτοεκπλήρωσης. Υστερήσεις και υπαναχωρήσεις στα εργασιακά κεκτημένα των γυναικών Η επαγγελματική απασχόληση των γυναικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι μηχανισμοί που την επηρεάζουν παρουσιάζουν αναλογίες αλλά και σημαντικές αποκλίσεις στις επιμέρους χώρες. Φαινόμενα όπως η μικρή διασπορά των γυναικών σε επαγγελματικούς κλάδους, η υστέρησή τους στην τεχνολογική κατάρτιση, η καθήλωσή τους σε βοηθητικούς ή δευτερεύοντες κλάδους, ο υποβιβασμός των κλάδων στους οποίους συγκεντρώνονται, οι χαμηλότερες αμοιβές τους σε σύγκριση με εκείνες των ανδρών, η εγκατάλειψη της εργασίας για τη δημιουργία οικογένειας και η δυσκολία επανόδου στον επαγγελματικό χώρο ή θέση, και τα εμπόδια -συχνά αόρατα- στην ιεραρχική τους ανέλιξη, γενικότερα η ασυμβατότητα μεταξύ επαγγελματικού και οικογενειακού βίου, έχουν οδηγήσει στην εκπόνηση ειδικών προγραμμάτων και στην προώθηση οδηγιών και θετικών δράσεων για την ανατροπή των εμποδίων. Ένα από τα πρώτα προγράμματα δράσεων, γνωστό με την επωνυμία NOW, έθεσε ως στόχο τη διεύρυνση της κατάρτισης των γυναικών, την επιδότηση της αυτοαπασχόλησής τους και την ενθάρρυνση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών τους, επιδιώκοντας παράλληλα τη δημιουργία συμβουλευτικών δομών και την ανταλλαγή των απαραίτητων εμπειριών και πληροφοριών. Σε εποχές ύφεσης η ανεργία των γυναικών μεγαλώνει με ρυθμούς δυσανάλογα μεγάλους σε σχέση με εκείνους των ανδρών. Η συμμετοχή των ανδρών στις οικιακές εργασίες εξακολουθεί να είναι μικρή και, όπου υπάρχει, έχει βοηθητικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να εξακολουθούν να επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος τους -το λεγόμενο διπλό ή και τριπλό ωράριο- και να εξωθούνται σε δραστηριότητες άτυπες ή περιορισμένες, χωρίς ασφαλιστική και συνδικαλιστική προστασία. Σε κλάδους ανταγωνιστικούς παρατηρούνται άτυπες μορφές παρεμπόδισης των γυναικών, που εντάσσονται στη χορεία της σεξουαλικής παρενόχλησης. Οι ποικίλες δυσκολίες στους χώρους εργασίας σε συνδυασμό με την υποχώρηση της συλλογικότητας και της πολιτικής συνείδησης και δραστηριοποίησης, η επαναπροώθηση των στερεότυπων που καθιστούν κυρίαρχο προορισμό για τις γυναίκες τη μητρότητα, τη μέριμνα για τα μέλη της οικογένειας και την ευθύνη για τη λειτουργία του οίκου, η ενοχοποίηση των γυναικών για την υπογεννητικότητα (που αποδίδεται στην εγκατάλειψη των παραδοσιακών ρόλων και στον ευδαιμονισμό), ενώ δεν θεραπεύονται οι ελλείψεις υποδομών και παροχών του κράτους πρόνοιας, υποβαθμίζουν και συσκοτίζουν τη σημασία της επαγγελματικής απασχόλησης για την ατομική και κοινωνική αυτονομία και πρόοδο των γυναικών. Ωστόσο, είναι η ίδια η αυξανόμενη ανεργία που ισχυροποιεί το αίτημα για επαγγελματική απασχόληση των γυναικών, και μάλιστα στο όνομα της οικογένειας. Η ιστορία του γυναικείου κινήματος και οι αναζητήσεις της φεμινιστικής θεωρίας φιλοδοξούν να διατηρούν έναν ευρύτερο προβληματισμό και οραματισμό για την εργασία των γυναικών και των ανδρών από αυτόν που καθορίζουν κατά περίσταση οι οικονομικές και κοινωνικές προτεραιότητες και ανάγκες. Απομένει σε κάθε εποχή να δίνει τις απαντήσεις της και να προσθέτει στην ατομική και συλλογική ανθρώπινη εμπειρία και γνώση. Βιβλιογραφία Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, Ανάπτυξη επιχειρηματικότητας γυναικών. Δημιουργία δικτύου πρωτοβουλιών αυτοαπασχόλησης. Αθήνα 16-17 Μαρτίου 1995. Παγκόσμια Πορεία Γυναικών, Ιδρυτική συνάντηση του ελληνικού δικτύου 10-11 Μαϊου 2003, Αθήνα. Συμεωνίδου, Χάρη, «Η “ασυμβατότητα” της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των γυναικών», Δίνη. Φεμινιστικό περιοδικό 7 (1994) σ. 113-130. |