Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ. Εαρινό εξάμηνο 2007/8 Διατμηματικό προπτυχιακό μάθημα «Κοινωνία και γυναίκες» (Διδάσκουσα και υπεύθυνη: Λ. Φρόση, δρ. ψυχολογίας) Άννα-Ευφροσύνη Μιχοπούλου Μ.Α. στις Γυναικείες Σπουδές Διδάσκουσα και ερευνήτρια Α.Π.Θ. Αρχείο Γυναικών «Δελφύς», Αθήνα Γυναίκες και πολιτική Πολύ συχνά, όταν τίθεται το ζήτημα της συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική, είτε πρόκειται για το παρόν είτε για το ιστορικό παρελθόν, η έννοια της πολιτικής συγχέεται με αυτήν της άσκησης κυβερνητικής εξουσίας, και κατά προέκταση με την άσκηση εξουσίας εν γένει. Επιστρατεύονται στο πλαίσιο αυτό παραδείγματα γυναικών που άσκησαν ή ασκούν ή διεκδικούν εξουσία άμεσα (βασίλισσες, πρόεδροι, πρωθυπουργοί, υπουργοί, αλλά και επαναστάτριες), ή έμμεσα (βασιλομήτορες, σύζυγοι προέδρων και πρωθυπουργών), ή «εν μέρει», στον μικρόκοσμο της οικογένειας (μητέρες και σύζυγοι ανδρών), με απότοκο ένα οιονεί παράδοξο, την άσκηση εξουσίας από γυναίκες στο πλαίσιο της πατριαρχίας. Ωστόσο, μια προσεκτική ανάλυση των σχετικών εννοιών, με τη συνδρομή και της φεμινιστικής θεωρίας, επιτρέπει την αναίρεση του παραπάνω παράδοξου και την επαναφορά του ερωτήματος της συμμετοχής των γυναικών (και όχι μόνο) στην πολιτική. Άσκηση εξουσίας και πατριαρχία Κατ’ αρχάς, η αποκαλούμενη πατριαρχία περιγράφεται εξ ορισμού ως ένα πρότυπο εξουσίας, με βασικό φορέα της τον πρεσβύτερο αρσενικό γεννήτορα ενός οικογενειακού συνόλου, τον πατριάρχη, και με κατ’ αναλογίαν εφαρμογές σε ευρύτερα σύνολα, που προσομοιάζονται με αυτό της οικογένειας. Θέτοντας το αρσενικό, ως πρότυπο, στην πρωτοκαθεδρία, τα στερεότυπα χαρακτηριστικά του αρσενικού (ανταγωνιστικότητα, βία, κυριαρχία, ιεραρχία) ανάγονται σε αξίες, ενώ περισσότερο ή λιγότερο ευρείες αρμοδιότητες για την πραγμάτωσή τους τόσο στο εσωτερικό της ομάδας όσο και στις σχέσεις της με ανταγωνιστικές ομάδες ανατίθενται σε αρσενικά μέλη της κοινότητας -εξ ου και ανδροκρατία. Δύο χαρακτηριστικά της κοσμοαντίληψης αυτής μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα: ότι οι διαφορές μεταξύ των ατόμων, αλλά και των ομάδων, μετατρέπονται σε διακρίσεις μεταξύ ανώτερων και κατώτερων, και από εκεί μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, και ότι η ιεραρχία και η εξουσία εκλαμβάνονται ως αναγκαίες συνιστώσες για τη δόμηση και λειτουργία ευρύτερων ή επιμέρους κοινωνικών συνόλων και σχέσεων. Για την απεικόνιση του κοσμοειδώλου αυτού έχει χρησιμοποιηθεί το γεωμετρικό σχήμα της πυραμίδας, ενώ θεωρητικοί -Γάλλοι κυρίως, όπως ο Λακάν, ο Φουκώ και άλλοι- έχουν καταδείξει μια αμεσότερη σύνδεση με την εικόνα-σύμβολο του -οξέως, μονήρους και διεισδυτικού- ανδρικού γεννητικού μορίου, του φαλλού -εξ ου και ο λόγος περί φαλλοκρατίας. Υπό αυτή την έννοια ένα ρεύμα της φεμινιστικής θεωρίας, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, έχει αποδώσει στην πατριαρχία τις κάθε λογής διακρίσεις (στη βάση του φύλου, της φυλής, της τάξης, και εξ αυτών στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, του έθνους, της θρησκείας, των δεξιοτήτων/υστερήσεων κλπ.) και έχει μελετήσει τις διαπλοκές τέτοιων διακρίσεων στη διάρθρωση συστημάτων καταπίεσης και εκμετάλλευσης κατά καιρούς και τόπους. Η εξουσία ως στοιχείο της ζωής και της φύσης Στην επικράτηση των περισσότερων συστημάτων συμβάλλει η φυσικοποίησή τους, το να παρουσιάζονται, δηλαδή, στο κοινωνικό σύνολο ως φυσικά και αναπόφευκτα, εξασφαλίζοντας έτσι την αποδοχή, την υποστήριξη ή την ανοχή τόσο των ευνοούμενων όσο και των υπό δυσμένεια μελών. Εννοείται ότι και από τα ευνοούμενα μέλη απαιτούνται αντίτιμα, ενώ και στα υπό δυσμένεια μέλη προσφέρονται ανταλλάγματα. Εξάλλου, μέλη και των δύο ομάδων, εξ αιτίας προσωπικών ή κοινωνικών παραγόντων, μπορεί να ακολουθήσουν παρεκκλίνουσα πορεία από αυτήν της ομάδας τους, συγκλίνοντας με αυτήν της άλλης. Στις διαφυλικές σχέσεις η φυσικοποίηση δομεί συστήματα διακρίσεων μεταξύ δύο ομάδων, του αρσενικού και του θηλυκού φύλου, που ορίζονται με γνώμονες τη σωματική αλκή και την εμπλοκή στην αναπαραγωγική λειτουργία (στις οποίες αποδίδονται και πλήθος ακόμη αναγκαστικών «φυσικών» χαρακτηριστικών). Για την ενίσχυση αυτής της -καθόλου «φυσικής»- διαδικασίας καθορίζονται πρότυπα φύλου, ανδρικό και γυναικείο, η φυσικοποίηση των οποίων τα καθιστά στερεότυπα, για την εμπέδωση και αναπαραγωγή των οποίων επιστρατεύονται σύμβολα και μυητικές τελετές, ο ενστερνισμός ή μη των οποίων συνοδεύεται από αποδοχή και επιβραβεύσεις ή αποδοκιμασία και κυρώσεις αντίστοιχα. Η ανακύπτουσα «διαφορά» καθίσταται διάκριση με την απόδοση υπερ-θετικής αξίας στα θεωρούμενα καθαυτά αρσενικά -και επομένως ουδόλως θηλυκά- χαρακτηριστικά (σωματική κατίσχυση, ελευθερία σεξουαλικής δραστηριότητας, θεσμική, μέσω του γάμου, διασφάλιση συμφέρουσας σύνδεσης με τα παράγωγα της σεξουαλικής δραστηριότητας), νομιμοποιώντας την εις βάρος των γυναικών άσκηση εξουσίας εκ μέρους των ανδρών. Κατ’ ακολουθίαν, για το αρσενικό η άσκηση εξουσίας θεωρείται σύμφυτη, ενώ για το θηλυκό παραβατική και ακραία συμπεριφορά (εξ ου και τα πλάγια μέσα επιβολής ή επιβίωσης τα οποία συχνά μετέρχονται οι γυναίκες, κατηγορούμενες στη συνέχεια ότι συνωμοτούν κατά των ανδρών, ότι δήθεν αυτές ασκούν την εξουσία κτό.). Το άκρον άωτο της πατριαρχικής εξουσίας εμφανίζεται σε συστήματα που προβλέπουν την επιβολή αποφάσεων ζωής και θανάτου από άνδρες προς γυναίκες του συνόλου (χαρακτηριστικά τα λεγόμενα εγκλήματα «τιμής») ή και προς άνδρες, ιεραρχικά κατώτερους ή/και παραβατικούς ως προς τον ανδρικό ρόλο. Ως αναγκαστική για γυναίκες και άνδρες εμφανίζεται η ετεροφυλοφιλία, που εξασφαλίζει την εμπέδωση του συστήματος των διαφυλικών διακρίσεων από τα μέλη των δύο φύλων. Το θέμα δεν είναι τι κακό είναι ικανά να κάνουν τα άτομα αλλά τι δικαιούνται να κάνουν. Φορείς και υποτελείς της εξουσίας: Οφέλη, αντίτιμα και αποζημιώσεις Τα αντίτιμα που απαιτούνται εκ μέρους των αρσενικών, προκειμένου να δικαιούνται την άσκηση της πατριαρχικής εξουσίας, περιλαμβάνουν την αναγκαστική εμπέδωση συμπεριφορών μέσω μυητικών διαδικασιών που εξοικειώνουν με τη βία, την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, την ανάληψη -οικονομικών κυρίως- ευθυνών για μέλη των οικογενειών τους, την κατάπνιξη συναισθημάτων που θεωρούνται ενδεικτικά αδυναμίας και εκτείνονται από τον φόβο μέχρι την τρυφερότητα (με εμβληματική την επιταγή «οι άντρες δεν κλαίνε»), τον αποκλεισμό από συμπεριφορές και δραστηριότητες που θεωρούνται γυναικείες (οικιακές εργασίες και τέχνες, κάποτε και καλές τέχνες εν γένει). Όλα αυτά ισορροπούνται με το αίσθημα του ανήκειν σε μια περιούσια ομάδα, αυτήν των ανδρών, μέσα και από συλλογικές ασχολίες κατά τον ελεύθερο χρόνο, όπως ο αθλητισμός, που συγκαλύπτει τον εσωτερικό, συχνά μοιραίο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Τα ανταλλάγματα που προσφέρονται στις υπό καταπίεση και εκμετάλλευση γυναίκες περιλαμβάνουν την απαλλαγή τους από την ανάληψη -οικονομικών κυρίως- ευθυνών για μέλη της οικογένειάς τους και την υπαγωγή τους στα υπό προστασία άτομα, ανάγοντας -και καλλιεργώντας- την εξάρτηση ως βασικό συστατικό της ταυτότητάς τους. Η μεταξύ των γυναικών αλληλεγγύη μέσα από την ένταξή τους σε μια ούτως ή άλλως υποτιμημένη ομάδα αφενός στιγματίζεται από τα μέλη της κυρίαρχης ομάδας, των ανδρών, ως συνωμοσία για την υφαρπαγή της εξουσίας, αφετέρου υποσκάπτεται εφόσον η αξιολόγηση των γυναικών εξαρτάται από τους άνδρες -ως άτομα ή ως συλλογικότητα-, καταλύοντας την -ατομική και συλλογική- αυταξία των γυναικών. Αν οι άνδρες επιφορτίζονται με εργασίες που απαιτούν σωματική ρώμη, εφόσον σε αυτήν υπερτερούν, για τις γυναίκες επιφυλάσσεται κατά κανόνα υπερεργασία, για την οποία επινοείται «φυσική» νομιμοποίηση μέσα από τη σύνδεση όλων των εργασιών που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη διατήρηση της ζωής των μελών της οικογένειας με τη βιολογική προδιαγραφή του γυναικείου σώματος να κυοφορεί και να γαλακτοφορεί. Παραχώρηση εξουσίας στις γυναίκες Μια άλλη παράμετρος, την οποία έφερε στο φως η φεμινιστική θεωρία, είναι το γεγονός ότι η διευθέτηση των διαφυλικών σχέσεων μπορεί να διαφέρει κατά τάξεις μέσα στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συστήματος, εγκαθιδρύοντας παραβιάσεις των επισήμως κρατουσών αντιλήψεων, χωρίς ωστόσο να τις αμφισβητούν ευθέως ή αυτομάτως, ή να τις αντατρέπουν εντέλει. Έτσι, παρά τις κατά τεκμήριο απαξιωτικές κρίσεις που επικρατούν για τις γυναίκες και την αξίωση να ελέγχονται από το οικογενειακό περιβάλλον, κατά τόπους και κατά καιρούς η άρχουσα ή η ανερχόμενη τάξη μπορεί να παραχωρεί στις γυναίκες της εξουσίες, ακόμα και υπέρτατες, εφόσον εξυπηρετούνται τα ιδιαίτερα συμφέροντά της (βλ. βασίλισσες), ενώ οι λαϊκές τάξεις, ειδικά εάν μετακινήσεις πληθυσμών ή άλλες συνθήκες έχουν διαρρήξει τις οικογενειακές δομές στο πλαίσιό τους, μπορεί να ανέχονται ή και να τρέφουν έναν βαθμό αυτονομίας των δικών τους γυναικών. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, διατηρούνται στον κυρίαρχο λόγο τα φυλετικά στερεότυπα, όπως και ορισμένα οχυρά ανδρικής κυριαρχίας (από τη συμμετοχή στον κλήρο, στον στρατό, στην κυβέρνηση, στο εκλογικό σώμα, την πρόσβαση σε δημόσιους χώρους κατά τις νυχτερινές ώρες ή και καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, την αυτοδιάθεση αλλά και τη θέσπιση προτύπων ως προς τη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή αμφοτέρων των φύλων, και μέσω της εμφάνισης και της αμφίεσης, μέχρι την αναγνώριση του δικαιώματος σε ελεύθερο χρόνο και στη διαχείρισή του, την αναγνώριση δεξιοτήτων, ακόμη και καθημερινών, όπως η οδήγηση, την ενασχόληση με αθλήματα που, ως ανδρικά, ανάγονται σε θέσφατα, όπως το ποδόσφαιρο, τη γλώσσα και το ύφος εντύπων μέσω των οποίων μεθοδεύεται «η επέλαση των ανδρών» κ.ά.). Η γέννηση της δημοκρατίας και ο αποκλεισμός των γυναικών Η παραπάνω προσέγγιση, στο πνεύμα του ριζοσπαστικού φεμινισμού, αποδίδει τα εξουσιαστικά χαρακτηριστικά των συστημάτων οργάνωσης και διακυβέρνησης, τόσο μικρότερων όσο και μεγαλύτερων κοινωνικών συνόλων της ιστορικής εποχής, κατά μεγάλο -ή κατά κύριο- μέρος στην πατριαρχία, την ανδροκρατία, τη φαλλοκρατία (λέξεις σύνθετες με τα ρήματα "κρατώ", δηλαδή επιβάλλομαι, και "άρχω", δηλαδή εξουσιάζω). Οπωσδήποτε, καταγραμμένα ή μη συστήματα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον βαθμό αυταρχισμού και την καθετοποίηση της ιεραρχίας που τα διακρίνουν, ενώ η διατύπωση -και πρώιμη εφαρμογή- του δημοκρατικού προτύπου σε ελληνικές πόλεις-κράτη της Κλασικής εποχής έθεσε βάσεις για μια έλλογη αναδιαπραγμάτευση και πιθανή έξοδο από τα ειωθότα. Στο πλαίσιο της φυσικοποίησης, τα περισσότερα αυταρχικά συστήματα θεμελιώνουν τη νομιμοποίησή τους με το να αποδίδουν τις δικαιοδοσίες των φορέων εξουσίας είτε σε κάποια θεϊκή αρχή (οι βασιλείς θεωρούνται τέκνα ή απόγονοι ή εκπρόσωποι κάποιου θεού επί της γης και είναι συχνά επικεφαλής ή σε στενή συνεργασία με θρησκευτικούς ταγούς όπως ο μάγος ή το ιερατείο) είτε στη «φύση», που αναγορεύεται θεμελιώδης παράγων ετεροκαθορισμού και δήθεν αντικειμενικής ερμηνείας των ανθρώπινων πραγμάτων (η επίκληση αυθαίρετα επιλεγμένων παραδειγμάτων από τη «φύση» έδωσε τη θέση της, στα νεότερα χρόνια, σε αυθαίρετες αναγωγές σε φυσιογνωστικές θεωρίες όπως το λεγόμενο «δίκαιο του ισχυροτέρου» ή σε πορίσματα των αποκαλούμενων φυσικών επιστημών, όπως η βιολογία, με ακραία -αλλά όχι περιθωριακή- απόληξη τη μεταστοιχείωση της εμπειρικής και περιστασιακής θεμελίωσης διακρίσεων στη βάση του χρώματος ή της φυλής, όπως και του φύλου, σε δήθεν επιστημονικά εδραιωμένο ρατσισμό και σεξισμό). Το στοίχημα του πολιτικού αυτοκαθορισμού (η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας για την οποία μίλησε στον 20ό αιώνα ο Κορνήλιος Καστοριάδης) τέθηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα με την κλασική αθηναϊκή δημοκρατία, όπου έγινε δεκτό ότι οι νόμοι θεσπίζονται όχι από τους θεούς, από τη φύση ή άλλους εξωανθρώπινους παράγοντες, αλλά από τους ανθρώπους (εν προκειμένω τους ενήλικους άρρενες πολίτες), στη βάση της έλλογης διαπραγμάτευσης μεταξύ τους και της διαμόρφωσης πλειοψηφικών -δυνάμει ανατρεπομένων- αντιλήψεων και υπό την αίρεση ότι δεν υπερβαίνουν τα ανθρώπινα όρια, παραβλέποντας τη θεϊκή τάξη πραγμάτων -κάτι που θα συνιστούσε ύβρη (ο σχετικός προβληματισμός αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη θεματολογία των κλασικών τραγωδιών). Οι παραδοσιακές αναφορές του υποκειμένου στην οικογένεια υποκαθίστανται από την πρωταρχική αναφορά στην πόλη (από εδώ και ο όρος πολιτική, το θέμα που συζητάμε). Η πόλη (και όχι η οικογένεια) ανατρέφει τα υποκείμενα και προς αυτήν έχουν υποχρέωση οι -άντρες- πολίτες να θυσιάζουν τη ζωή τους. Το οικογενειακό δίκαιο του αίματος (βεντέτα) αντικαθίσταται από την πολιτική απόδοση δικαιοσύνης (δίκη, ποινή). Ο δήμος, φορέας της δημοκρατίας, συνέρχεται για τη λήψη των αποφάσεών του στην αγορά, στο κέντρο του δημόσιου χώρου, ο οποίος αναβαθμίζεται με την εντελέστερη διάκρισή του από τον οίκο και τον ιδιωτικό χώρο, αποξενώνοντας μάλιστα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τις κατ’ εξοχήν ενοίκους του δεύτερου, τις γυναίκες, τις οποίες εγκλείει σε αυστηρότερα όρια και αποστερεί παλαιότερων δικαιωμάτων τους. Για την κοινωνική θέση των γυναικών η κλασική δημοκρατία συνιστά οπισθοδρόμηση, αντί για πρόοδο, και θα περάσει καιρός μέχρι οι γυναίκες να επωφεληθούν από τα θέσφατά της. Το φαινόμενο αυτό, της αναντιστοιχίας προόδου και οπισθοδρόμησης για τα δύο φύλα, επισημάνθηκε από την Ιστορία των Γυναικών και σε άλλες ιστορικές συγκυρίες (όπως η Αναγέννηση, εποχή οπισθοδρόμησης για τις γυναίκες σε σχέση με τον Μεσαίωνα), επιφέροντας, αν όχι ανατροπή, οπωσδήποτε αναθεώρηση στην περιοδολόγηση της ιστορίας, και πιο σύνθετες προσεγγίσεις -κάτι που αποτελεί προσφορά της φεμινιστικής θεωρίας σε επιστήμες όπως η ιστορία, η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, και βρίσκει εφαρμογές και ως προς άλλες κοινωνικές ομαδοποιήσεις. (Έτσι, δεν αποσιωπάται πλέον ότι από τον δήμο της κλασικής δημοκρατίας αποκλεισμένοι υπήρξαν και οι αμφοτέρων των φύλων επήλυδες, οι μέτοικοι, όπως και οι στερούμενοι και στοιχειωδών κάποτε δικαιωμάτων δούλοι). Το αίτημα της χειραφέτησης και η ανάδυση του κινήματος των γυναικών Επαναφέροντας το πρόταγμα της δημοκρατίας στα τέλη του 18ου αιώνα η Γαλλική Επανάσταση θα διακηρύξει το τρίπτυχο Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη, που θα πυροδοτήσει εκδημοκρατισμό των καθεστώτων στις δυτικοευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές χώρες, αν -και πάλι- με εξαιρέσεις μεταξύ των ανδρών (με κριτήρια οικονομικά, φυλετικά, ιθαγένειας κλπ.) και με αποκλεισμό των γυναικών. Θα υπάρξουν γυναίκες, όπως η Ολύμπ ντε Γκουζ, που θα πληρώσουν με τη ζωή τους την αντιπαράθεσή τους στον αποκλεισμό αυτό, ενώ στο αμέσως επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσουν από γυναίκες αλλά και άνδρες, όπως η Μαίρυ Γούλστονκραφτ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ, κείμενα διεκδίκησης των δικαιωμάτων των γυναικών. Το γυναικείο κίνημα θα φέρει στο προσκήνιο της γυναίκες ως πολιτικό υποκείμενο. Το πρώτο κύμα του φεμινισμού, που αναπτύχθηκε από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα περίπου, στόχευσε στη γυναικεία χειραφέτηση (η ελληνική λέξη μαρτυρείται από το 1876, παραπέμποντας στη φράση «αφήνω το χέρι», επομένως θεωρώ κάποιον/α ενήλικο/η, όχι παιδί). Πρωτεργάτριες στις κινήσεις αυτές, που συχνά μετήλθαν εντυπωσιακές σε δυναμισμό ενέργειες (διακηρύξεις και υπομνήματα, διαδηλώσεις, εμπρησμούς, φυλακίσεις, απεργίες πείνας κλπ.), επιδεικνύοντας μέχρις αυτοθυσίας αγωνιστικότητα (αρκετές υπέστησαν βλάβες της υγείας τους, κάποιες έχασαν τη ζωή τους), υπήρξαν γυναίκες μεσαίων ή και ανώτερων στρωμάτων, που παρά την ευμάρεια μέσα στην οποία διαβιούσαν στερούνταν όλων εκείνων των νομικών και θεσμικών δικαιωμάτων που θα τους παρείχαν δυνατότητες αυτοπροσδιορισμού, αυτονομίας και αξιοπρέπειας. Οι επιμέρους διεκδικήσεις των πρώτων φεμινιστριών περιλάμβαναν αιτήματα για την εκπαίδευση και την αμειβόμενη εργασία των γυναικών, την αντισύλληψη και την έκτρωση, την πορνεία, με εντυπωσιακότερο όλων το κίνημα διεκδίκησης της ψήφου από τις βρετανίδες σουφραζέτες (suffrage: ψήφος, ψηφοφορία, δικαίωμα ψήφου). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ίδιο πλαίσιο διερευνήθηκε από φεμινίστριες το ενδεχόμενο μιας εναλλακτικής παρουσίας των γυναικών στον δημόσιο χώρο μέσω δραστηριοτήτων όπως αυτές της φιλανθρωπίας. Εξάλλου, στο πνεύμα των κοινωνικο-πολιτικών ζυμώσεων της περιόδου κατά χώρα και κοινότητα η προώθηση ενός νέου προτύπου γυναίκας, της «νέας γυναίκας», συνδέθηκε με την εικόνα εθνικής υπεροχής ή με την διεκδίκηση εθνικών δικαίων. Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) έμελλε να εντείνει τη συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή, όσο και στην πολεμική προσπάθεια. Με το τέλος του πολέμου, και ενώ η Ρώσικη Επανάσταση του 1917 έθετε σε εφαρμογή μέτρα για την προώθηση των γυναικείων δικαιωμάτων στα εδάφη που ήλεγχε, το δικαίωμα της ψήφου άρχισε να αποδίδεται στις γυναίκες της Δύσης. Στην Ελλάδα, περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι φεμινίστριες, με προεξάρχουσα την Καλλιρρόη Παρρέν (εκδότρια της Εφημερίδος των Κυριών (1887-1917), με συμμετοχή στην ίδρυση πλήθους κοινωφελών δράσεων και γυναικείων οργανώσεων, όπως το Λύκειο των Ελληνίδων), διεκδίκησαν εκπαίδευση και επαγγελματικές διεξόδους για τις γυναίκες, αλλά όχι πολιτικά δικαιώματα. Το αίτημα της ψήφου έμελλε να τεθεί από τον Σύνδεσμο υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός σχετικά όψιμα, το 1920, και να δοθεί αρχικά με περιορισμούς, το 1930, μόνο για τις δημοτικές εκλογές, μόνο για το εκλέγειν, και όχι για το εκλέγεσθαι, και μόνο στις εγγράμματες και άνω των 30 ετών Ελληνίδες. Στα χρόνια ανόδου του φασισμού και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου οι πολιτικά δραστήριες γυναίκες έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία αντιστασιακών και επαναστατικών κομμάτων και κινήσεων, και οι γυναικείες διεκδικήσεις παραμερίστηκαν, αν και συχνά εμφανίζονταν ως συνιστώσες σε συλλογικές δράσεις. Κατά τη διεξαγωγή εκλογών στις 23 Απριλίου 1944 στα εδάφη της λεγόμενης Ελεύθερης Ελλάδας, υπό την επιρροή του ΚΚΕ, δόθηκε ψήφος στις γυναίκες και εκλέχθηκαν πέντε γυναίκες εθνοσύμβουλοι (Καίτη Ζεύγου, Μάχη Μαυροειδή, Μαρία Σβώλου, Φωτεινή Φιλιππίδη, Χρύσα Χατζηβασιλείου). Η ευρύτερη προσδοκία για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου αποτυπώθηκε στη σύμπηξη μεταπολεμικά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στο πλαίσιο του οποίου προωθήθηκε ειδική Σύμβαση για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Γυναικών, την οποία προσυπέγραψε και η Ελλάδα. Το 1952 και οι Ελληνίδες απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα –πρώτη βουλεύτρια εξελέγη η Ελένη Σκούρα, ενώ η εκλεγείσα το 1956 Λίνα Τσαλδάρη έμελλε να γίνει η πρώτη υπούργισσα, αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Κ. Καραμανλή. Το πρόταγμα της απελευθέρωσης και η εναλλακτική πολιτική του φεμινισμού Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, που θα εκδηλωθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1960, θα προτάξει το αίτημα της απελευθέρωσης των γυναικών -και όχι μόνο- από προδιαγεγραμμένα πρότυπα και ρόλους, αλλά και από τον καθιερωμένο τύπο πολιτικής, ως ανδροκρατούμενο. Αναπτυσσόμενη σε όλο σχεδόν το φάσμα των επιστημών, η φεμινιστική θεωρία θα αμφισβητήσει τη "φυσικότητα" του φύλου, διακρίνοντας το λεγόμενο κοινωνικό φύλο από το βιολογικό και παρακολουθώντας τη δόμηση και των δύο. Ήδη το 1949, με την έκδοση του Δεύτερου Φύλου, η Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε διακηρύξει το περίφημο «δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, γίνεται». Η έκδοση το 1963 του βιβλίου της Μπέτυ Φρήνταν The Feminine Mystique [Το θηλυκό μυστήριο, αμετάφραστο στα ελληνικά] πυροδότησε την αμφισβήτηση του πρότυπου της οικόσιτης συζύγου και μητέρας. Παράλληλα, τα κινήματα των μαύρων στις Η.Π.Α. και το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύχθηκε με αφορμή τον πόλεμο στο Βιετνάμ κλόνιζαν την αξιοπιστία της κρατούσας πολιτικής τάξης, διεύρυναν τα προτάγματα των επαναστατικών κινημάτων, εμπλούτιζαν την έννοια και τις διαστάσεις του πολιτικού υποκειμένου και προσέλκυαν το ενδιαφέρον για την αναθεώρηση πολλών αντιλήψεων και πρακτικών: όλων των τάσεων τα ουτοπικά, αναρχικά και μαρξιστικά ρεύματα τέθηκαν υπό συζήτηση, με αφορμή και την κριτική που αναπτύχθηκε απέναντι στο σοβιετικό μοντέλο μετά την «άνοιξη της Πράγας» το 1968. Στο πλαίσιο αυτό, πολλές σοσιαλίστριες και ριζοσπάστριες γυναίκες άσκησαν συνολική κριτική στις ανδροκρατούμενες πολιτικές πρακτικές και οργανώσεις και πρότειναν εναλλακτικές, αντιαυταρχικές πρακτικές (μικρές ομάδες, χωρίς επικεφαλής και εκπροσώπους, που θα ενθάρρυναν την έκφραση όλων των μελών, την προώθηση πλουραλιστικών οπτικών κλπ.-ιδέες που έμελλε να βρουν αργότερα εφαρμογή στο κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία). Σε συνάφεια προς τη φεμινιστική απόφανση «το προσωπικό είναι πολιτικό», γυναίκες και άνδρες αποπειράθηκαν εναλλακτικές, αντιαυταρχικές και συμμετοχικές καθημερινές πρακτικές διαβίωσης (π.χ. κοινόβια όπου καταργούνταν η διάκριση γυναικείων και ανδρικών καθηκόντων, αυτοδιαχειριζόμενοι παιδότοποι, όπου γονείς και των δύο φύλων εναλλάσσονταν στη φύλαξη των παιδιών της ομάδας κλπ.). Στη βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη προωθήθηκαν γυναίκες σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Το ελλαδικό παράδειγμα Στην Ελλάδα, που τελούσε υπό δικτατορία κατά την κρίσιμη επταετία 1967-1974, οι ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις υπόκεινταν σε απαγόρευση, που επέτειναν τις υστερήσεις της μετεμφυλιακής περιόδου. Παρά ταύτα, η δυτικόστροφη ροπή -δομικό στοιχείο του ελληνικού κράτους από τη δημιουργία του-, σε συνδυασμό με κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές -απότοκες κυρίως του εξαστισμού- επέτρεπαν μετεξελίξεις στα στερεότυπα των φύλων και στις διαφυλικές σχέσεις και την εισαγωγή ορισμένων από τα νέα δυτικά πρότυπα (ενιαία -γιούνισεξ- αμφίεση για τα φύλα, αλλά και στοιχεία της μόδας των χίππηδων, προγαμιαίες σχέσεις κλπ.), αν και χωρίς τη θεωρητική και συνειδησιακή τους θεμελίωση και χωρίς μετωπική αντιπαράθεση με θεσμικούς φορείς της παράδοσης, όπως η εκκλησία και η οικογένεια -αντιθέτως, τα σχετικά δίκτυα έμελλε να αποδειχθούν ιδιαίτερα ισχυρά, σε σύνδεση, μάλιστα, με το πελατειακό σύστημα που χαρακτηρίζει και τη μεταπολιτευτική πολιτική ζωή. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 το έδαφος παρουσιάστκε ώριμο για τον σχηματισμό μαζικών γυναικείων οργανώσεων, συνδεδεμένων, κατά το μάλλον ή ήττον, με τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Παράλληλα, η δεξιά κυβέρνηση δρομολόγησε την άρση των εις βάρος των γυναικών νομοθετικών διακρίσεων, για τον εναρμονισμό αφενός με το Σύνταγμα του 1975, που όρισε σαφώς την ισονομία γυναικών και ανδρών έναντι του νόμου, αφετέρου με τα θέσφατα της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, ενόψει της -προγραμματισμένης για το 1981- ένταξης της Ελλάδας σε αυτήν. Στις σχετικές διαδικασίες οι γυναικείες οργανώσεις διεκδίκησαν να έχουν λόγο -για πρώτη φορά το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα αξίωσε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε την αναγνώρισή του ως εκπροσώπου ενός συλλογικού υποκειμένου. Οι νομικές μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν τελικά από την κυβέρνηση του σοσιαλιστικού ΠΑ.ΣΟ.Κ., που αναδείχθηκε με τις εκλογές του 1981, στη συγκυρία που δημιουργούσαν αφενός η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. τον ίδιο χρόνο, αφετέρου η ανάδυση ενός ριζοσπαστικού φεμινιστικού λόγου, με τον σχηματισμό του Αυτόνομου Γυναικείου Χώρου το 1980 από γυναικείες ομάδες. Το νέο νομικό καθεστώς υπήρξε από τα πλέον προωθημένα παγκοσμίως, εκτεθειμένο ωστόσο σε καταστρατηγήσεις ή αχρησία στον βαθμό που δεν αποτέλεσε προϊόν ευρύτερων ζυμώσεων και αναθεωρήσεων των διαφυλικών σχέσεων. Με την ικανοποίηση των θεσμικών αιτημάτων του, το γυναικείο κίνημα, όπως και τα άλλα πολιτικά κινήματα, άρχισε να συρρικνώνεται στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές χώρες της Δύσης. Υστερήσεις / υπαναχωρήσεις στα πολιτικά κεκτημένα των γυναικών και η κρίση της πολιτικής Σύντομα, οι γυναίκες έμελλε να διαπιστώσουν το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής», άτυπες δηλαδή και αόρατες μορφές διάκρισης που εμποδίζουν την πρόσβασή τους στα ανώτερα επίπεδα πολιτικής και επαγγελματικής εξέλιξης, περιορίζοντας την κινητικότητά τους στη δημόσια σφαίρα. Τα στερεότυπα των φύλων και οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών άρχισαν να επανέρχονται στο πέρασμα από τη δεκαετία του 1980 σε εκείνην του 1990, καθώς στον δημόσιο λόγο -με τον λόγο και την εικόνα- άρχισε να σημειώνεται οπισθοδρομική αντίδραση (backlash), σε συνδυασμό με την άνοδο θρησκευτικών φονταμενταλισμών. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της γυάλινης οροφής θεσπίστηκαν μέτρα όπως οι ποσοστώσεις και σχεδιάστηκε η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το λεγόμενο mainstreaming, δηλαδή την εμπέδωση εξισωτικών πολιτικών σε όλους τους τομείς και την προώθηση γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, η άσκηση πολιτικής δεν εξασφαλίζεται με τη συμμετοχή στην εξουσία ορισμένων γυναικών ή εκπροσώπων άλλων κοινωνικά μειονεκτούντων ομάδων, που εύκολα αφομοιώνονται στις κυρίαρχες αντιλήψεις. Ο πολιτικός βίος προϋποθέτει πολιτικά συνειδητοποιημένα υποκείμενα και συλλογικότητα. Η υποχώρηση των πολιτικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων και το γυναικείο, και η επακόλουθη υστέρηση στην καλλιέργεια συνειδητοποίησης των γυναικών, ευκόλυνε την οπισθοδρόμηση (backlash), με την επαναπροώθηση σεξιστικού λόγου και στερεοτύπων στα πεδία διαμόρφωσης του κυρίαρχου λόγου (ΜΜΕ, διαφήμιση κλπ.), καθώς και στο πλαίσιο των ανερχόμενων θρησκευτικών και άλλων φονταμενταλισμών. Τα φαλλοκρατικά συστήματα διακρίσεων ανακάμπτουν, τα κεκτημένα των γυναικών, όπως και άλλων κοινωνικών υποκειμένων, βάλλονται. Η άσκηση πολιτικής μεταπίπτει και πάλι σε άσκηση εξουσίας. |