______________________________________________________________________________________________
[Το κείμενο που ακολουθεί, στην αρχική του μορφή, προοριζόταν να συνοδεύσει, ως σημείωμα της επιμελήτριας, την έκδοση: Λιλίκα Μπομπόλου, Φεμινισμός εσωτερικού χώρου. Ιστορίες γυναικών - Χρονικό μιας διαδρομής στο φεμινιστικό κίνημα (1979-2005), Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2008. Η αδυναμία, κυρίως λόγω στενότητας χρόνου, να γίνει επεξεργασία του μετά από συζήτηση με τη συγγραφέα –όπως έγινε κατά την επιμέλεια των δικών της κειμένων– εμπόδισε τη δημοσίευσή του στον τόμο. Αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου και έλαβε την τελική του μορφή.] Άννα Μιχοπούλου "Για τη Λιλίκα -και για τα κείμενά της" Γνωρίζοντας γυναίκες από το γυνακείο κίνημα Έναν κόσμο ολόκληρο από γυναίκες γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν, νεαρή φοιτήτρια, εντάχθηκα στον χώρο του Αυτόνομου Γυναικείου Κινήματος: φοιτήτριες πολλές, από διάφορες σχολές, από συνοικίες της Αθήνας ή από την επαρχία, εργαζόμενες νεαρές ή μεγαλύτερες, λιγότερες συνταξιούχους ή αποκλειστικά νοικοκυρές, κάποιες με συζύγους ή/και παιδιά, αρκετές με ιστορία σε πολιτικές οργανώσεις, ορισμένες φρεσκογυρισμένες από το εξωτερικό, όπου είχαν καταφύγει για να γλιτώσουν στα χρόνια της Χούντας ή για να σπουδάσουν. Συναντιόμασταν στο κτήριο της Νομικής στη Σόλωνος, όπου στεγαζόταν τότε το μισό σχεδόν πανεπιστήμιο, και στο βιβλιοπωλείο «Το βιβλίο – το παιδί» στη Σίνα, και στο Σπίτι των Γυναικών πιο πάνω, στη Ρωμανού Μελωδού, και στο Βιβλιοπωλείο των Γυναικών αργότερα, γωνία Μασσαλίας και Σκουφά. Μέσα σε αυτές τις γεωγραφικές συντεταγμένες γνώρισα γυναίκες από πλήθος αυτόνομες γυναικείες ομάδες και από γυναικείες οργανώσεις όπως η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών, ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και άλλες. Μέσα σε αυτές τις συντεταγμένες γνώρισα και τη Λιλίκα. Ρητά συμφωνημένη πρακτική των περισσότερων να προσαγορεύουμε η μία την άλλη με τα μικρά μας ονόματα, ως εν φεμινισμώ αδελφές, παραβλέποντας διαφορές στην ηλικία ή άλλες κοινωνικές παραμέτρους –συνέβαινε έως και να αγνοούμε παντελώς τα επώνυμα κάποιων συναγωνιστριών και φίλων μας–, στο πλαίσιο μιας γενικευμένης αμφισβήτησης των παραδεδομένων ιεραρχιών και σχημάτων εξουσίας, που έφεραν το στίγμα της πατριαρχίας, της φαλλοκρατίας, ενός κόσμου που βιώναμε άξενο και άφιλο προς εμάς ως γυναίκες. Με το μικρό της όνομα μας συστήθηκε και η Λιλίκα, η κυρία Μπομπόλου, η Λιλίκα μας. Ήταν εποχές που η στράτευσή μας στα κοινά, στο γυναικείο ειδικά, στο αυτόνομο γυναικείο ειδικότερα, καταλάμβανε μεγάλο μέρος της ζωής μας, όταν αφιερώναμε ώρες επί ωρών στην εκ βαθέων συζήτηση, στην ανάλυση εννοιών και καταστάσεων, στη σύνταξη κειμένων, στη διοργάνωση παρεμβάσεων και διαδηλώσεων, με πάθος και ενθουσιασμό, με αλληλεγγύη που εγκολπωνόταν διαφορετικότητες, υποβοηθούμενη από καινοτόμα οργανωτική ευελιξία που επέτρεπε να συμβαδίζουν ιδεολογικές διαφοροποιήσεις και να εκτονώνονται –όχι σπάνια αξιοσημείωτης έντασης και οξύτητας– προσωπικοί ανταγωνισμοί και αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρουσία μεγαλύτερων γυναικών, όπως η Λιλίκα, πλούτιζε το φάσμα των εμπειρικών προσεγγίσεων –που τόσο μεγάλη αξία είχαν για εμάς–, προσέθετε βαρύτητα και αξιοπιστία στις αμφισβητήσεις μας, ενώ, υπόρρητα, προσέδιδε μέλλον στην ίδια την εμπλοκή μας: Φεμινίστρια όταν μεγαλώσεις, η καλύτερη προοπτική! Τα χρόνια που μεσολάβησαν έγιναν δεκαετίες, δυόμισι μέχρι στιγμής, κι ενώ τα κινήματα βάλθηκαν να υποχωρούν και να συρρικνώνονται σχεδόν μέχρις εξαφανίσεως –μαζί τους και το γυναικείο–, σε όποια φεμινιστική δράση, διοργάνωση, εκδήλωση έτυχε να παρευρεθώ, η Λιλίκα ήταν εκεί. Πάντα εκεί. Προσεκτική ακροάτρια στις συζητήσεις –αρετή αξιομίμητη σε χώρους όπου δεσπόζει η διάθεση να ακουστούμε–, εκφράζοντας σε χαμηλούς τόνους αλλά με επιμονή τις τυχόν αντιρρήσεις της, ανοιχτή στα αντεπιχειρήματα. Με εγρήγορση και διαθεσιμότητα για παραπέρα κινητοποίηση και δράση. Με την ίδια την παρουσία της να συνιστά την ουσιαστικότερη κατάφαση. Και χωρίς να σταματά, όπως αποδεικνύεται, να γράφει και να δημοσιεύει τις σκέψεις της για τις γυναίκες και για τις διαφυλικές σχέσεις, σε διαρκή και ανοιχτή συνομιλία με τα τεκταινόμενα τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Και με τα γραφόμενά της αυτά να συναντούν σημαντική ανταπόκριση. Γιατί, ως φαίνεται, υπάρχουν και άλλες και άλλοι που –εξακολουθούν και– σκέφτονται και αισθάνονται όπως εμείς… Γνωρίζοντας τη Λιλίκα από τα κείμενά της Συγκεντρωμένα όλα τα δημοσιευμένα και ορισμένα αδημοσίευτα κείμενα της Λιλίκας εντυπωσιάζουν με τον όγκο τους. Και συγκροτούν πολύτιμο τεκμήριο για τη διαμόρφωση ενός τύπου φεμινιστικής ταυτότητας στην Ελλάδα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα και για εκφάνσεις του εγχώριου δεύτερου κύματος του γυναικείου κινήματος. Παραμένοντας επίκαιρα για πολλές γυναίκες –και άντρες– του σήμερα και πιθανόν του αύριο. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης αφορούν τόσο σε υλικές όσο και σε άυλες εκφάνσεις της βιωτής. Έτσι, εκτός από διεκδικήσεις που αφορούν στην πρόσβαση σε πρώτες ύλες και σε μέσα παραγωγής, αναφύονται και εκείνες που αναφέρονται στην εξασφάλιση προσωπικής και συλλογικής αξιοπρέπειας, μέσα από μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ανεξαρτησίας. Μορφές καταστρατήγησης της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας των γυναικών πυροδοτούν σε μεγάλο βαθμό τις φεμινιστικές αναζητήσεις της Λιλίκας. Ο σχετικός προβληματισμός της ξεκίνησε νωρίς, ως φαίνεται, με αφορμή αντιφατικά βιώματα και παραστάσεις στο περιβάλλον της πατρίδας της και του σπιτιού των γονιών της: Από τη μια, η εμφατική προσωπικότητα της μητέρας της, που εκ των πραγμάτων αναιρούσε την αξιοπιστία των στερεοτυπικών, μειωτικών για τις γυναίκες αποφάνσεων, όπως και το γεγονός ότι η Λιλίκα και οι αδελφές της, προφανέστατα με την υποστήριξη και του πατέρα τους, μορφώθηκαν, εντασσόμενες έτσι στο ανερχόμενο εκσυγχρονιστικό ανθρώπινο δυναμικό της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας. Από την άλλη, οι εμμένουσες απαξιωτικές για την προσωπικότητα και την κοινωνική αξία των γυναικών αντιλήψεις και η αναγκαστική δέσμευσή τους σε καθημερινές υποχρεώσεις συχνά ακυρωτικές των προσωπικών αναγκών και επιθυμιών τους και της εκδίπλωσης των δυνατοτήτων τους σε άλλους τομείς δραστηριοποίησης. Η ένταξη της Λιλίκας στον επαγγελματικό στίβο, και μάλιστα σε τομέα αξιόλογου κοινωνικού εκτοπίσματος, ως παρακολούθημα της εκπαιδευτικής της κατάρτισης, θα της παράσχει επιπλέον εχέγγυα αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας, θα την κάνει ωστόσο ταυτόχρονα κοινωνό μορφών διάκρισης εις βάρος των γυναικών στον τομέα της μισθωτής εργασίας, που εντείνονται από το άχθος των οικιακών εργασιών με τις οποίες επιφορτίζεται η έγγαμη γυναίκα. Οι εμπειρίες που αποκομίζει από εκδηλώσεις σεξισμού στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα θα εμπλουτισθούν και με άλλες, των οποίων δεν έχει άμεση εμπειρία, με την ένταξή της, αργότερα, στο γυναικείο κίνημα. Με βάση, πάντως, τις πλέον καθοριστικές για τον στοχασμό της προσωπικές εμπειρίες της, στα κείμενα της Λιλίκας βλέπουμε να επανέρχονται προβληματισμοί και σχόλια σχετικά με την καθημερινότητα των γυναικών και τις κατά φύλο διευθετήσεις στο οικιακό περιβάλλον, και να τονίζεται η σημασία που έχει η εμπέδωση των σχετικών αντιλήψεων από την παιδική ήδη ηλικία. Η διαμόρφωση των στερεότυπων για τα φύλα ανιχνεύεται σε όλους τους χώρους: στην οικογένεια, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην πολιτική, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ως βασικό όχημά τους καταδεικνύεται η γλώσσα: η αναπαραγωγή στερεότυπων αντιλήψεων εντοπίζεται στις διακριτικές προσφωνήσεις («κυρίες», «δεσποινίδες»), στη συγχώνευση των γυναικών με τα παιδιά (στα «γυναικόπαιδα»), στο γένος που αποδίδεται σε υποκείμενα συναλλαγών («ο δηλών», «ο αιτών» κ.τ.ό.), στον σολοικισμό που εισάγει για τα κορίτσια το τραγουδάκι των γενεθλίων («μία… σοφός»!), στη γενικευμένη χρήση του αρσενικού γραμματικού γένους ακόμα και κατά την αναφορά γυναικών στις ομόφυλές τους (κάποτε, μάλιστα, κατά την εξαγγελία αντισεξιστικών μέτρων, όπως η σύσταση σχετικού κώδικα για τα Μ.Μ.Ε.). Γνωρίζοντας το γυναικείο κίνημα από τα κείμενα της Λιλίκας Η θεματολογία και οι προσεγγίσεις της Λιλίκας μπορούν, πιστεύω, να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές σημαντικού μέρους του μεταπολιτευτικού γυναικείου κινήματος, παρά τις διαφοροποιήσεις στις προτεραιότητες, στα αναλυτικά εργαλεία και στα συλλογικά προτάγματα των φεμινιστριών της εποχής. Η ίδια η Λιλίκα, όπως αναφέρει στο προλογικό της σημείωμα «Διαδρομή…», γνώρισε από κοντά μια –εν πολλοίς καθοριστική– διάσταση που αναδύθηκε μεταξύ μελών της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών (βλ. και τη μελέτη της Ελένης Παπαγαρουφάλη για την Κ.Δ.Γ. στο πλαίσιο του διδακτορικού της και σε άρθρο της στη Δίνη 8). Η διάσταση αυτή στο εσωτερικό μιας οργάνωσης με κομματικές διασυνδέσεις, κατά ένα μέρος απότοκη της συνύπαρξης διαφορετικών γενεών γυναικών, αφορούσε, μεταξύ άλλων, στην εκτίμηση του ρόλου του κόμματος (εν προκειμένω του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού) και της συνολικής πολιτικής πρότασής του για το γυναικείο ζήτημα, επικαθορίζοντας την εμπλοκή των γυναικών στη λεγόμενη «διπλή στράτευση» –αφενός στο ταξικό, αφετέρου στο γυναικείο κίνημα. Η έκβαση των σχετικών ζυμώσεων καταγράφεται από τη Λιλίκα σε μια σειρά από κείμενα εξαιρετικά πολύτιμα, πιστεύω, καθώς μεταφέρουν με ενάργεια το συναισθηματικό φορτίο που τις συνόδευσε, και κατά ένα μέρος τις καθόρισε. Διαφορετικές –έως και αντιτιθέμενες– θέσεις έχουν αναδειχθεί στον γυναικείο χώρο και γύρω από μια σειρά ακόμη από θέματα. Τα κείμενα της Λιλίκας αναπτύσσουν πλούσια επιχειρηματολογία υποστηρικτική των προσεγγίσεων που ενστερνίζεται η ίδια και προσφέρονται για κριτική –πολιτική– ανάγνωση. Αξιοσημείωτα, υπό το πρίσμα αυτό, είναι τα ζητήματα που εγείρονται από το κείμενο «Τα δικαιώματα των γυναικών μετά τους νόμους για την ισότητα», τα οποία, κατά την επεξεργασία του, πυροδότησαν έντονες συζητήσεις και μεταξύ μας. Η Λιλίκα καταγράφει την αμηχανία της, ως φεμινίστρια, απέναντι σε μια εκτός κινήματος γυναίκα που αποδίδει τις βεβαρυμένες συνθήκες διαβίωσής της στις πολιτικές επιλογές των φεμινιστριών. Η στάση της Λιλίκας αντανακλά, κατ’ αρχάς, μια συντασσόμενη με την –οπωσδήποτε ισχυρή και μεταξύ των φεμινιστριών– αντίληψη κινηματικών πολιτικών χώρων, που αναδέχεται για το «κίνημα» την ευθύνη της διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου, καθώς και των επακόλουθων νομικών, θεσμικών και πρακτικών, εντέλει, διευθετήσεων. Την αντίληψη αυτή αμφισβήτησαν αρκετές φεμινίστριες του Αυτόνομου Γυναικείου Κινήματος, αποτασσόμενες τον ρόλο της πρωτοπορίας και τη δράση εξ ονόματος όλων των γυναικών και εγκαλώντας τις γυναίκες να κινητοποιούνται και να μιλούν οι ίδιες για τον εαυτό τους, αναδεικνύοντας έτσι και τις διαπιστωμένες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, με στόχο μια σύνθετη, αντιδογματική θεωρία και πράξη –μια τέτοια παρότρυνση προσέθεσε η Λιλίκα στην τωρινή έκδοση του αρχικού κειμένου. Στο μεταξύ, η αμηχανία της Λιλίκας απέναντι στην κριτική που δέχεται ως φεμινίστρια από την «άλλη» γυναίκα οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο ότι συναντά και τις δικές της ενστάσεις για το πλαίσιο ένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας: Η Λιλίκα έχει ασπαστεί, τόσο θεωρητικά όσο και έμπρακτα, τη θέση ότι η αμειβόμενη εργασία αποτελεί θεμελιώδη παράμετρο για τη χειραφέτηση των γυναικών, τοποθετείται ωστόσο και υπέρ των προστατευτικών / ελαφρυντικών ρυθμίσεων εφόσον η επιβάρυνση των γυναικών με τα οικιακά εξακολουθεί να ισχύει –και μέχρι την αναίρεσή της, την οποία η ίδια υποστηρίζει αναφανδόν. Ωστόσο, ήδη από την εποχή του πρώτου κύματος του φεμινισμού, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η προστατευτική νομοθεσία αναπαράγει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις και επομένως συμβάλλει στη διαιώνιση της πρόσδεσης των γυναικών στον οικιακό χώρο. Η Λιλίκα, πάντως, σε αρκετά κείμενά της εφιστά την προσοχή στις γυναίκες, υποστηρίζοντας ότι προθυμοποιήθηκαν να αναλάβουν φορτία επιπλέον εκείνων που τους ανατίθενταν παραδοσιακά, χωρίς να εξασφαλίσουν την αντίστοιχη ελάφρυνσή τους από άλλα –εντοπίζει, μάλιστα, τη στάση αυτή ακόμα και στον τομέα του ελέγχου των γεννήσεων. Καθώς ο φεμινισμός δεν κυριαρχείται από μια θεωρία, ένα δόγμα, αλλά, αντίθετα, αποτελεί χώρο διεργασίας διαφορετικών εκτιμήσεων και απόψεων –χωρίς να λείπουν, βέβαια, οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις– η επεξεργασία των κειμένων της Λιλίκας μας προσέφερε την ευκαιρία αμοιβαίας κατανόησης των διαφορετικών μας προσεγγίσεων παρά συμβιβασμού και μειοδοτικής συμφωνίας μεταξύ μας. Ούτως ή άλλως, στα ουσιώδη ζητήματα, αλλά και σε πλήθος δευτερεύοντα η Λιλίκα κι εγώ συναντιόμαστε. Μεταξύ άλλων μοιραζόμαστε και μια μάλλον αιρετική θέση στον χώρο του φεμινιστικού κινήματος, μια εναλλακτική αντίληψη για την πορνεία, η οποία και αναπτύσσεται στο κείμενό της «Μια… άλλη πορνεία (Ένα όραμα)» –σκέπτομαι πάντα με χαμόγελο τη… συμμαχία των δυο μας επ’ αυτού. Τέτοιες θέσεις και αντιθέσεις, που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του γυναικείου κινήματος στη μεταδικτατορική Ελλάδα (κυρίως στο λεγόμενο Αυτόνομο Γυναικείο Κίνημα και τις πέριξ αυτού γυναικείες ομάδες και οργανώσεις, με προεξάρχουσα την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών), συλλογικές διεργασίες και διαδικασίες αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις και μια πλειάδα δοκιμασίες αποτυπώνονται στα κείμενα της Λιλίκας –και αυτό συνιστά μια ακόμη ουσιώδη προσφορά του βιβλίου. Γυναίκες που δένονται μεταξύ τους επιχειρώντας εναλλακτικές μορφές συμβίωσης στις καλοκαιρινές τους διακοπές, γυναίκες που διερευνούν την κοινότητα των ανησυχιών τους και των προσδοκιών τους μέσα από πολύωρες συζητήσεις, γυναίκες που βιώνουν με οδύνη πολιτικές και προσωπικές διαστάσεις μεταξύ τους, διαδρομές γυναικείων οργανώσεων και ομάδων, και προσωπικότητες φεμινιστριών που σφράγισαν τους ανθρώπους γύρω τους. Ένας πλούτος από προσωπικά βιώματα και συλλογικές εμπειρίες, που σε μικρό μόνο βαθμό έχουν καταγραφεί –κάτι που καθιστά κάθε σχετική μαρτυρία πολύτιμη. Τέτοιες μαρτυρίες αποθησαυρίζονται στα γραφόμενα της Λιλίκας. Παράλληλα, αποτυπώνονται σημαντικές καμπές στην πορεία των διαφυλικών σχέσεων στη μεταδικτατορική Ελλάδα, όπως οι διεργασίες για τη θέσπιση ενός εξισωτικού Οικογενειακού Δικαίου, οι κινητοποιήσεις για την αποποινικοποίηση της έκτρωσης, η καταγγελία της σεξιστικής βίας και των βιασμών, η προαγωγή της συμμετοχής των γυναικών στην εργασία, στην πολιτική, στον δημόσιο χώρο γενικότερα, και θέματα της επικαιρότητας που απασχόλησαν τις φεμινίστριες όλα αυτά τα χρόνια, από τη δράση των «δράκων» μέχρι την καταναγκαστική πορνεία, τα προβλήματα των μεταναστριών και τις μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού. Στον πυρήνα όλων αυτών συναντάμε ένα πρόσωπο, μια γυναίκα, και τον λόγο της για τις γυναίκες. Μια γυναίκα μέλος του συλλογικού υποκειμένου που συναπάρτισαν οι γυναίκες, που μεταφέρει στο χαρτί μέρος του λόγου που καλλιέργησαν. Μια γυναίκα που διαμαρτύρεται για τα όσα βιώνουν οι γυναίκες, ενίοτε οργίζεται, όμως τον λόγο της διατρέχει μια γραμμή αισιοδοξίας και τον τόνο δίνει η τρυφεράδα. Μια γυναίκα που απευθύνεται κυρίως στις άλλες γυναίκες, αλλά και στους άνδρες, στα άτομα όσο και σε σύνολα, στους ανθρώπους της καθημερινότητας όσο και στους παράγοντες χάραξης πολιτικών και διαμόρφωσης ιδεών. Επικαλείται την κοινή –καθόλου κοινή– λογική και τη φιλοτιμία, ασκεί κριτική, επιστρατεύει το χιούμορ, εμφανές ακόμα και σε τίτλους των κειμένων (όπως στις «Ταλαιπωρίες… παρθένων»). Διατυπώνει με ηπιότητα τις θέσεις της υποστηρίζοντας αποτελεσματικά και τις πλέον ριζοσπαστικές τοποθετήσεις της. Προετοιμάζοντας την έκδοση Η προετοιμασία των κειμένων για την έκδοσή τους σε βιβλίο έδωσε την ευκαιρία για ενδελεχή γλωσσική επεξεργασία τους, σε συνεργασία με τη συγγραφέα. Σε γενικές γραμμές διατηρήθηκε η χρήση των γλωσσικών τύπων που χρησιμοποίησε η ίδια εξαρχής, με εξαίρεση παρεμβάσεις σε λίγες περιπτώσεις, όπως π.χ. η μετατροπή σε ορισμένα σημεία της έκφρασης «η γυναίκα…» (που ομογενοποιεί τις γυναίκες) στην προτιμητέα πλέον «οι γυναίκες…» (που παραπέμπει σε διαφοροποιημένες γυναικείες ταυτότητες), η χρήση διπλών καταλήξεων αρσενικού/θηλυκού αντί της αρσενικής, η εισαγωγή του τύπου «η εαυτή μου» αντί «ο εαυτός μου» κ.τ.ό. Σε ορισμένα σημεία κρίθηκε χρήσιμο να εισαχθούν όροι χρησιμοποιούμενοι από τη φεμινιστική θεωρία («στερεότυπα», «κοινωνικό φύλο» κ.ά.), που δεν ήταν σε ευρεία χρήση την εποχή συγγραφής πολλών από τα κείμενα. Περιορισμένες υπήρξαν οι επεμβάσεις και τροποποιήσεις επί του περιεχομένου, απότοκες συζητήσεών μας, και πάντα υπό τη βάσανο της συγγραφέως. Η ίδια επέλεξε να απαλείψει κάποιες ονομαστικές αναφορές σε πρόσωπα στα οποία άσκησε κριτική, θεωρώντας ότι σήμερα, που το συμβολικό φορτίο των συγκεκριμένων προσώπων δεν γίνεται αντιληπτό από το νεότερο αναγνωστικό κοινό, αξία έχει η ουσία της κριτικής και των επιχειρημάτων και όχι η κρίση στάσεων και συμπεριφορών συγκεκριμένων προσώπων. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη των κειμένων στον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρό τους, και μάλιστα μέσα από το βλέμμα της ίδιας της συντάκτριάς τους (σύμφωνα και με τη θέση της φεμινιστικής θεωρίας για την ανάγκη δήλωσης της υποκειμενικότητας), της προτάθηκε να συνθέσει ένα εισαγωγικό κείμενο –προέκυψε έτσι η εξαιρετικά κατατοπιστική και εύγλωττη, μέσα στη λιτότητά της, «Διαδρομή…». Στο τέλος, πέραν του καταλόγου των περιεχομένων κειμένων, συντάχθηκαν θεματικοί κατάλογοι ώστε να διευκολύνεται ο εντοπισμός των διασκορπισμένων στα διάφορα θέματα ζητημάτων στα οποία επανέρχεται η συγγραφέας. Η έκδοση από την Κουκκίδα υποστήριξε με τον καλύτερο τρόπο τον μόχθο που προηγήθηκε, χάρη στον εκδότη Δημήτρη Δημόπουλο, την Εύη Κώτσου στον καλλιτεχνικό σχεδιασμό και τη Γεωργία Κρούσκου στις ηλεκτρονικές διορθώσεις. Η στήριξη της έκδοσης από το Εργαστήρι για το Φύλο του Παντείου Πανεπιστημίου χάρισε στο βιβλίο, πλην της υλικής, συμβολική, πολιτική αλλά και συναισθηματική «προίκα». Εν κατακλείδι Μέσα από τη συστηματική επαφή μου με τα κείμενα της Λιλίκας, αλλά και με την ίδια υπό τη συγγραφική της ιδιότητα, ο κόσμος των γυναικών που γνώρισα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 πλουτίστηκε και φωτίστηκε. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Κι αν οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες δεν μπορούν, παρά έμμεσα, να μοιραστούν μαζί μας τις μακριές βραδιές μας μπροστά στον υπολογιστή και τις συζητήσεις στο μεταμεσονύκτιο δείπνο που απαρέγκλιτα ακολουθούσε, πιστεύω ότι θα έχουν την ευκαιρία να περιπλανηθούν σ’ ένα πλούσιο ανθρώπινο σύμπαν όπως το αποτύπωσε μια ξεχωριστή αλλά και αντιπροσωπευτική γυναίκα της γενιάς της, μια ακριβή εν φεμινισμώ αδελφή και φίλη, η κυρία Ευαγγελία Κρίκου-Μπομπόλου, η Λιλίκα μας. |