• Αρχική / Home
  • Βίος και πολιτεία / CV
  • Περί του ιστοτόπου / About the site
  • Κείμενα / Texts
    • Κείμενα Α. Μιχοπούλου>
      • Γυναικεία θέματα>
        • Γυναίκες Μάνης
        • Ελληνικά σε μετανάστριες
        • Φύλο και γλώσσα
      • Ραφήνα - Τρίγλια>
        • Ραφήνα και Τρίγλια
        • Ληστές και Σαρακατσάνοι Ραφήνας
        • Λιγνιτωρυχεία Ραφήνας
      • Διάφορα
    • Κείμενα άλλων
  • Βλογ / Blog
  • Επιπλέον / More
    • Αρχεία>
      • Αρχείο Ημερολογίου
      • Αρχείο Γλωσσολογίου
      • Αρχείο Γυναικολογίου
    • Προτεινόμενα ιστολόγια
    • Επικοινωνία / Contact


Picture


















                   


                         
                    

                       

                           



____________________________________________________________________________________________________________________________________
                                                                      Ανοιχτοί Ορίζοντες –
                   Διατμηματικό  Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών σε Θέματα Φύλου και Ισότητας –
                              Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Σχολής Καλών Τεχνών –
                                       Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ.
                                      
                                                  5ο Φεστιβάλ Τέχνης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα WO[+]MAN=?
                                                                                 
  Συμπόσιο
                             «Η διάχυση του φύλου στον επιστημονικό και το δημόσιο χώρο»
                       Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αμφιθέατρο Πολυτεχνικής Σχολής
                                                                     15 Δεκεμβρίου 2006
________________________________________________________________________________________________________


                                              Άννα-Ευφροσύνη Μιχοπούλου
                                            Μ.Α. στις Γυναικείες Σπουδές (Πανεπιστήμιο Γυορκ, Η.Β.)
                                                      Επιστημονική συνεργάτρια Α.Π.Θ. και Τ.Ε.Ι. Πατρών
                                                               Το Αρχείο των Γυναικών «Δελφύς», Αθήνα


            «Φεμινιστικά ρεύματα, θεωρητικές προσεγγίσεις του γυναικείου ζητήματος
                            και γυναικείες σπουδές στην Ελλάδα, 19ος – 20ός αι.»

       

         Τα γυναικεία κινήματα, όπου και όταν αναπτύσσονται, διαμορφώνουν το ιδεολογικό πλαίσιο, τους στόχους και τα μέσα που μετέρχονται σε συνάρτηση αφενός με τα θεωρητικά ρεύματα και αφετέρου με τη διάρθρωση της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας και τα στερεότυπα κοινωνικών φύλων στο συγκεκριμένο για το καθένα κοινωνικό περιβάλλον. Όταν και αν οι συνθήκες το ευνοούν, ή το απαιτούν, συνομιλούν περισσότερο ή λιγότερο εποικοδομητικά με αντίστοιχα ρεύματα και κινήματα άλλων περιοχών (κάποτε και περιόδων). Η συνομιλία αυτή, εφόσον αφορά σε πολιτικά συλλογικά υποκείμενα με τον ίδιο βαθμό θεωρητικής και πολιτικής ωρίμανσης, γίνεται με όρους αμοιβαιότητας. Αντίθετα, όταν ο ένας πόλος παρουσιάζεται σχετικά υπανάπτυκτος, και ως προς τη σχετική αναζήτηση εν πολλοίς ετερόφωτος, οι ευαγγελιζόμενες/οι τη συνομιλία επωμίζονται το έργο μιας λίγο ως πολύ μετάγγισης ιδεών, οπότε η επιτυχία κρίνεται από το βαθμό προσαρμογής ιδεών, στόχων, και μέσων στο νέο περιβάλλον αναφοράς και, βέβαια, από τη δεκτικότητα του περιβάλλοντος αυτού απέναντι στο δυναμικό μεταβολής του που συνεπιφέρουν. Τέτοια έχει υπάρξει η περίπτωση του ελληνικού γυναικείου κινήματος.
         

          Στη μέχρι σήμερα πορεία του ελληνικού γυναικείου κινήματος μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος, που διατρέχεται από το πρώτο κύμα του ελληνικού φεμινισμού, φαίνεται να περιλαμβάνει δύο αδρά διακρινόμενες υποπεριόδους: μία από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι το 1920 περίπου, και μία άλλη στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ακολούθησαν τα δραματικά -και ηρωικά- γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και της Αντίστασης και τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής εποχής, στη διάρκεια των οποίων οι γυναικείοι αγώνες λίγο ως πολύ παραγκωνίστηκαν και η παλαιότερη ιστορία τους περιέπεσε στη λήθη, η δυναμική τους  ωστόσο συνέβαλε σε καθοριστική για τη γυναικεία εμπειρία έξοδο στον δημόσιο χώρο. Η δεύτερη περίοδος, οπότε ένα ισχυρό ελληνικό γυναικείο κίνημα αναδύθηκε και πάλι, ξεκίνησε με την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974 και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι θα συνεχίζεται μέχρι την εκδήλωση μιας επόμενης.



Α΄ περίοδος. Το πρώτο κύμα του ελληνικού φεμινισμού και το αίτημα της χειραφέτησης

Α΄ υποπερίοδος: Διεκδίκηση εκπαίδευσης και εργασίας για τις γυναίκες
                                            – η πρόοδος του έθνους

               Με τη σύστασή του στις αρχές του 19ου αιώνα, το σύγχρονο ελληνικό κράτος υπήρξε το πρώτο από τα βαλκανικά κράτη που έμελλε να αναδυθούν μέσα από τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για περισσότερα από εκατό χρόνια, πάντως, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων συνέχισε να ζει και να ακμάζει σε παλαιότατα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού στα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία, στις ακτές της Μεσογείου, καθώς και σε κέντρα της ελληνικής διασποράς στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Καθώς, λοιπόν, οι γυναικείοι αγώνες αναπτύσσονταν στη Γαλλία, στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και ιδιαίτερα κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα, συναφείς κινήσεις άρχισαν να σημειώνονται και μεταξύ των Ελληνίδων όχι μόνο μέσα στην τότε ελληνική επικράτεια αλλά και σε ελληνικές κοινότητες έξω από τα επίσημα ελληνικά σύνορα.
      Η δραστηριότητα αυτών των γυναικών αναπτύχθηκε κυρίως με επίκεντρο ορισμένα περιοδικά, όπως η Κυψέλη (Κωνσταντινούπολη 1842), η Θάλεια (Αθήνα 1867), η Ευρυδίκη (Κωνσταντινούπολη 1870-1873) και η περίφημη Εφημερίς των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν (Αθήνα 1887-1917). Με βασική τους επιδίωξη την ανύψωση της κοινωνικής θέσης των γυναικών, οι συντάκτριες των εντύπων αυτών πρόβαλλαν αιτήματα κυρίως σχετικά με τη γυναικεία εκπαίδευση, υποστηρίζοντας ότι αυτή, βελτιώνοντας το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών, θα συνέβαλλε και στην καλύτερη αντιμετώπιση των οικιακών και οικογενειακών τους υποχρεώσεων, καθώς και -εφόσον χρειαζόταν- στην εξασφάλιση αμειβόμενης εργασίας. Περαιτέρω, η πρόοδος του γυναικείου φύλου θα συνέβαλλε στην εξύψωση του έθνους, αφενός εξοπλίζοντας τις μητέρες με τα απαραίτητα εφόδια για τη μεταλαμπάδευση των εθνικών ιδεωδών στα παιδιά τους, αφετέρου εντάσσοντας τους Έλληνες μεταξύ των πολιτισμένων λαών της Δύσης. Αντικρούοντας τις θέσεις αυτές, άνδρες και γυναίκες πολέμιοι του φεμινισμού υποστήριζαν την προσήλωση στα πρότυπα του παραδοσιακού βίου και κατηγορούσαν τις φεμινίστριες ότι πιθήκιζαν ξένες εκφυλιστικές ιδέες.
         Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδρύονται και μια σειρά από γυναικεία σωματεία και οργανώσεις που απαντούν σε γυναικεία ή ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Από τους πρωιμότερους θα είναι ο Σύλλογος Κυριών υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως (1872), υπό την αιγίδα της βασίλισσας Όλγας, τη σφραγίδα της Καλλιρρόης Παρρέν θα φέρει η Ένωσις των Ελληνίδων (1896) -που ιδρύεται σε αντιστοιχία με τις ομόλογες οργανώσεις σε κράτη της Δύσης, οργανώνεται σε επτά τμήματα (Οικιακής Οικονομίας, Φιλολογικό, Παιδαγωγικό, Οικιακής Υγιεινής και Νοσηλευτικής, Φιλανθρωπίας, Γυναικείων Επαγγελμάτων και Τεχνών, Καλλιτεχνικό, Εθνικό) εκ των οποίων το Παιδαγωγικό ίδρυσε το πρώτο Διδασκαλείο Νηπιαγωγών, το Υγιεινής και Νοσηλευτικής Σχολή Νοσοκόμων και το Επαγγελματικό την πρώτη Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή (1897)-, ενώ με τη συμμετοχή της Παρρέν και άλλων επιφανών γυναικών της εποχής ιδρύονται το Άσυλο Ανιάτων (1892), το Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης για την προστασία υπηρετριών και εργατριών (1893) κ.ά.
         Οι φεμινίστριες της περιόδου αυτής ανήκουν κατά κύριο λόγο στα μεσαία και δευτερευόντως στα ανώτερα στρώματα και έχουν παιδεία (είναι επομένως φορείς της αστικοποίησης και του εκδυτικισμού), αρκετές εργάζονται (κυρίως στην εκπαίδευση), και χρησιμοποιούν τον γραπτό λόγο, δοκιμιακό ή λογοτεχνικό, ως το βασικό μέσο για την προώθηση των διεκδικήσεών τους (εξ ου και το προσωνύμιο «οι γράφουσες»). Αναπτύσσουν τη φιλανθρωπία -κάποτε και ως εναλλακτική μορφή δημόσιας δράσης, απέναντι σε εκείνην των ανδρών-, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις «γυναίκες του λαού» στο πλαίσιο καλλιέργειας της γυναικείας αλληλεγγύης (διοργανώνουν, για παράδειγμα, σεμινάρια οικιακής οικονομίας με την υποστήριξη απεργών εργατριών), και διακηρύσσοντας την αναγκαιότητα αυτοχειραφέτησης των γυναικών.

                Μέσα το αλυτρωτικό πνεύμα της εποχής, συνδυάζουν τη διεθνιστική φεμινιστική τους στράτευση με εθνικιστικές πατριωτικές θέσεις. Τη ριζοσπαστικότητα ορισμένων από τις διεκδικήσεις τους παρακολουθεί μια χονδροειδής υποστασιοποίηση της «γυναικείας φύσης», στη βάση της οποίας ωστόσο θεμελιωνόταν η ανισότητα των φύλων που εκείνες μάχονταν. Σχολιάζοντας τις αντιφάσεις αυτές η Ελένη Βαρίκα, στην πρωτοπόρα μελέτη της για το γυναικείο κίνημα της περιόδου αυτής με τίτλο Η εξέγερση των κυριών, εξετάζει το ενδεχόμενο να αποτελούσαν μέρος των τακτικών ελιγμών των φεμινιστριών της εποχής, μέσω των οποίων πρόσφεραν ένα είδος εγγυήσεων νομιμοφροσύνης προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποιους, έστω, αναγκαίους συμμάχους.


Β΄ υποπερίοδος: Διεκδίκηση της ψήφου και της νομικής ισοτιμίας

                                            – η ατομική αξία και η αξία της μητρότητας

              Οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σημαδεύτηκαν από συνεχόμενους πολέμους: τον Α΄ και τον Β΄ Βαλκανικό και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε η οργανωμένη δράση των γυναικών επικεντρώθηκε στη φιλανθρωπία, στην κάλυψη των έκτακτων αναγκών που δημιουργούσαν οι περιστάσεις, αλλά και στην ενίσχυση του εθνικού φρονήματος. Μέσα στο κλίμα αυτό η Καλλιρρόη Παρρέν ιδρύει το 1911 το Λύκειον των Ελληνίδων.
        Το τέλος των πολέμων έφερε την παγίωση των νέων βαλκανικών κρατών σε ξεχωριστές επικράτειες, εξέλιξη που συνοδεύτηκε από αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών. Κάτω από ιδιαίτερα δραματικές συνθήκες συντελέστηκε ο ξεριζωμός από τη ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο περίπου ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων, οι περισσότεροι από τους οποίους συνέρρευσαν ως πρόσφυγες στην ελληνική επικράτεια –με μεγάλο τον αριθμό των γυναικών ανάμεσά τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι από την εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών σε αρκετές αστικές περιοχές προέκυψε μια ιδιότυπη μορφή αστικοποίησης, που αποτέλεσε ευνοϊκό έδαφος για την ανάπτυξη βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων.
           Σε όλη αυτή την περίοδο, οι συγκεντρώσεις και μετακινήσεις στρατευμάτων, ο απορφανισμός οικογενειών από αρσενικά μέλη τους σε συνδυασμό με την αποστέρηση των περιουσιών τους, και η αντικατάσταση μέρους της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγικής δραστηριότητας από μονάδες βιοτεχνικής ή εργοστασιακής παραγωγής σήμαναν την ένταξη τμημάτων του γυναικείου πληθυσμού στη μισθωτή εργασία, παράλληλα με τις άτυπες μορφές απασχόλησης, όπως η παροχή υπηρεσιών οικιακού τύπου, ενώ έκανε περισσότερο ορατό και το φαινόμενο της πορνείας, που είχε ήδη απασχολήσει τις φεμινίστριες σε αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες.
         Την εποχή αυτή, και ενώ στη Ρωσία είχε επικρατήσει η κομμουνιστική επανάσταση του 1917, οι σοσιαλιστικές ιδέες γνώρισαν σημαντική διάδοση μεταξύ των διανοητών και των πολιτευτών της ελληνικής μεσαίας τάξης. Σημαντικές γυναίκες όπως η Αύρα Παρτσαλίδου και η Ράικα έμελλε να στρατευθούν στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας.
        Οι φεμινίστριες, με επίκεντρο έναν αριθμό από γυναικείες οργανώσεις -οι περισσότερες από τις οποίες καλλιέργησαν δεσμούς με αντίστοιχές τους στο εξωτερικό, συμμετέχοντας και σε διεθνή συνέδρια γυναικών-, στράφηκαν στην αναζήτηση τρόπων ανάπτυξης της συλλογικής δράσης των Ελληνίδων και στη διεκδίκηση της συμμετοχής τους στην πολιτική. Τον τόνο στην επιχειρηματολογία τους, εκτιμούν η Έφη Αβδελά και η Αγγέλικα Ψαρρά στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του ανθολογίου τους Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, δίνουν οι αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού, που επαγγέλλονται την ανάπτυξη του ατόμου με την εξασφάλιση ισότητας ευκαιριών, αλλά και με επακόλουθο σεβασμό στην κοινωνική ιεραρχία.

           Ως προς το ζήτημα των φυλετικών ρόλων η επιχειρηματολογία τους δεν αποφεύγει τις αντιφάσεις και τις συγχύσεις. Η μητρότητα, που για την έξοδό της από την περιθωριοποίηση η Παρρέν, με το Λύκειο των Ελληνίδων, προωθεί τον εορτασμό της Ημέρας της Μητέρας, προβάλλεται και ως παράγοντας παρωθητικός των γυναικών προς την ειρήνη, θέμα επίκαιρο σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου –χαρακτηριστικό απότοκο της σχετικής εγρήγορης στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη θα είναι η σύσταση το 1923 της λεγόμενης Μικράς Αντάντ Γυναικών από τον Σύνδεσμο υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός σε συνεργασία με αντίστοιχες οργανώσεις από τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία.
           Γενικά, η θεματολογία των γυναικείων οργανώσεων αναφέρεται σε όλο το φάσμα των κοινωνικών προβλημάτων και η πολιτική τους χαρακτηρίζεται από μια διάθεση υπερκομματισμού. Ωστόσο, ορισμένες διαφωνίες (π.χ. σχετικά με το επιθυμητό ή όχι της θέσπισης προστατευτικών μέτρων ως προς τις συνθήκες εργασίας των γυναικών) και διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τις διαδικασίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη γυναικεία χειραφέτηση σηματοδότησαν την ανάδυση σημαινουσών διαφοροποιήσεων μεταξύ των -ριζοσπαστικών, σοσιαλιστικών και συντηρητικών ή, αδρότερα, μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών- γυναικείων οργανώσεων.
          Το 1919 ανασυστήθηκε το Εθνικόν Συμβούλιον των Ελληνίδων (ΕΣΕ, ιδρυμένο το 1908), ως ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Γυναικών, και ενστερνίστηκε μια τακτική σταδιακής διεκδίκησης δικαιωμάτων ψήφου και εργασίας για τις γυναίκες. Όμως το 1919 ιδρύθηκε και ο Σοσιαλιστικός Όμιλος Γυναικών, με πρωταγωνίστρια την Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, και ανέπτυξε έναν διμέτωπο ιδεολογικό αγώνα, απέναντι τόσο στην αστική τάση του γυναικείου κινήματος όσο και στην κομμουνιστική αντιμετώπιση του γυναικείου ζητήματος. Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του θα επικαλεστεί και αυτός τη μητρότητα και τη γυναικεία φύση. Καταλυτικό ρόλο θα παίξει με την ίδρυσή του το 1920 ο Σύνδεσμος υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικός (ΣΔΓ), που θα πρωτοστατήσει στις κινητοποιήσεις για το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο και για την άρση σειράς από νομικές διακρίσεις εις βάρος τους, με μέλη προσωπικότητες όπως η Αύρα Θεοδωροπούλου, η Μαρία Νεγρεπόντη, η Μαρία Σβώλου και η Ρόζα Ιμβριώτη.
          Το 1921, σε μία κίνηση διατήρησης του ηγετικού της ρόλου, η Καλλιρρόη Παρρέν, με το Λύκειον των Ελληνίδων, διοργάνωσε το Α΄ Εθνικόν Γυναικείον  Συνέδριον και στο πλαίσιό του την Α΄ Οικοκυρική και Βιοτεχνική Έκθεση, που όμως έμελλαν να συναντήσουν την εφεκτική στάση των άλλων οργανώσεων. Από την πλευρά της, πάντως, τοποθετήθηκε θετικά ως προς την κίνηση για το δικαίωμα της ψήφου και της νομικής ισοτιμίας των γυναικών με τους άνδρες.   
            Το 1930, με υπουργική απόφαση, δόθηκε το δικαίωμα να ψηφίζουν στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές σε όσες Ελληνίδες θα ήταν άνω των 30 ετών και εγγράμματες -δικαίωμα που ελάχιστες μόνο από τις δικαιούχες άσκησαν στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση που ακολούθησαν. Οι γυναικείες οργανώσεις συνέχισαν με τη διεκδίκηση όχι μόνο του εκλέγειν αλλά και του εκλέγεσθαι και το 1934 τέσσερις γυναίκες εξασφάλισαν, με δικαστική απόφαση, το δικαίωμα να θέσουν υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές στην πόλη των Σερρών, στη Μακεδονία.
                  Στο μεταξύ, ωστόσο, και ενώ το αίτημα της διεύρυνσης των εκλογικών δικαιωμάτων των γυναικών παρέμενε ανοικτό, η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, η επιβολή στην Ελλάδα της δικτατορίας Μεταξά το 1936 και η αυξανόμενη ανησυχία μπροστά στην πιθανότητα ενός νέου πολέμου ανάγκασαν τις ελληνίδες φεμινίστριες είτε να αναστείλουν τη δραστηριότητά τους είτε να την προσαρμόσουν στις προτεραιότητες που έθεταν τα πολιτικά κόμματα και οι οργανώσεις όπου πρόσκεινταν. Τα μέλη του Συνδέσμου υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναικών, που από το 1934 έχει αποχωρήσει από το Εθνικόν Συμβούλιον Ελληνίδων, θα προσχωρήσουν στο αντιφασιστικό μέτωπο. Το ΕΣΕ, από το οποίο έχουν αποχωρήσει και προσωπικότητες όπως η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Αγνή Ρουσοπούλου-Στουδίτου και η Ελένη Ρουσοπούλου, θα αποσπασθεί το 1940 από το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών και σταδιακά θα μετατραπεί σε φιλανθρωπικό σωματείο. Το Λύκειον των Ελληνίδων, υπό την ηγεσία της Άννας Τριανταφυλλίδου μετά τον θάνατο της Παρρέν το 1940, θα διατηρήσει την επιμορφωτική του δραστηριότητα για τις αναλφάβητες άπορες γυναίκες, παρασιωπώντας ωστόσο τις φεμινιστικές του καταβολές και εστιάζοντας στο εθνικό έργο, στο πλαίσιο του οποίου θα προσφέρει τη συνδρομή του σε περιστάσεις εθνικών κινδύνων και καταστροφών ενώ, σε πιο σταθερή βάση, θα καταγίνεται με τη διάσωση και προβολή στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού (κυρίως των ενδυμασιών, των χορών και της μουσικής). 



Μεσοδιάστημα: Από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο στη μεταπολεμική εποχή

         Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα (1941-1944) η κινητοποίηση των Ελληνίδων υπήρξε εντυπωσιακή. Η συμμετοχή τους στις οργανώσεις της Αντίστασης (η οποία ενθαρρυνόταν συστηματικά και από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας, που εξασφάλισε σταδιακά τον έλεγχο των περισσότερων από τις μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις), είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν πολλές γυναίκες πολύτιμη εμπειρία ως προς τη διεξαγωγή συλλογικών αγώνων. Επιπλέον, στις περιοχές που απελευθερώθηκαν από την Αντίσταση αποδόθηκαν για πρώτη φορά στις Ελληνίδες πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
         Μετά την απελευθέρωση, και ενώ εκδηλωνόταν σφοδρή εμφύλια σύγκρουση, φιλελεύθερες φεμινιστικές γυναικείες οργανώσεις όπως ο ΣΔΓ και αριστερές γυναικείες οργανώσεις όπως η Πανελλήνια Ένωση Γυναικών (ΠΕΓ, ιδρυμένη το 1945), συσπειρωμένες γύρω από την Πανελλαδική Ομοσπονδία Γυναικών (ΠΟΓ), πρόβαλλαν  ποικίλες διεκδικήσεις, μεταξύ των οποίων και το αίτημα για πλήρη πολιτικά δικαιώματα, που εκκρεμούσε ακόμη. Οι συντηρητικές γυναικείες οργανώσεις, όπως το Λύκειον των Ελληνίδων, αντιμέτωπες με την αυξανόμενη επιρροή των κομμουνιστικών οργανώσεων, προτίμησαν να περιθωριοποιηθούν και να αδρανήσουν. Το 1947 το ΚΚΕ και όλες οι προσκείμενες σε αυτό οργανώσεις κηρύχθηκαν παράνομα και το 1948 η ΠΕΓ εξαναγκάσθηκε σε διάλυση. Την ίδια χρονιά στα ανταρτοκρατούμενα εδάφη ιδρύθηκε η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ), που έμελλε να διαλυθεί με την ήττα των ανταρτικών δυνάμεων. Το τέλος του Εμφυλίου το 1949 βρήκε πολλές αριστερές γυναίκες φυλακισμένες ή εξόριστες και άλλες στραμμένες στη δημιουργία και δραστηριοποίηση οργανώσεων όπως ο Πανελλήνια Ένωση Οικογενειών Πολιτικών Εξορίστων και Φυλακισμένων. Όσα γυναικεία σωματεία εξακολούθησαν να λειτουργούν (ΕΣΕ, ΛτΕ, ΣΔΓ, Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων, Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων, Πανελλήνιος Ένωσις Διανοουμένων Γυναικών, Ελληνική Ομοσπονδία Γυναικείων Σωματείων) συγκρότησαν την Επιτροπή Συνεργαζομένων Σωματείων που θα προωθούσε την ισοπολιτεία, θα εκπροσωπούσε την Ελλάδα σε διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς,  αλλά και θα κινητοποιείτο για εθνικά πολιτικά ζητήματα, όπως ο επαναπατρισμός παιδιών από χώρες του σοβιετικού μπλοκ ή το Κυπριακό.  
            Γενικά, στα μετέπειτα χρόνια τα ιδιαίτερα γυναικεία ζητήματα εξακολούθησαν να συνθλίβονται ανάμεσα στις προτεραιότητες και θεωρήσεις της Αριστεράς (που αντιστρατευόταν το γυναικείο κίνημα, ως δημιούργημα της αστικής τάξης, προβάλλοντας τη στράτευση στον ταξικό αγώνα ως μέσο για τη συνολική κοινωνική απελευθέρωση, και επομένως για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών) και στις εκ των άνω ρυθμίσεις που προωθούσε το επίσημο κράτος (το οποίο μεριμνούσε με βασικό γνώμονα τη στήριξη του πολιτικού κατεστημένου, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς). Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική πολιτεία, συντασσόμενη και με τις διάφορες συνθήκες που την εποχή αυτή προωθούσαν τα Ηνωμένα Έθνη, χορήγησε το 1952 στις Ελληνίδες πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, το κράτος δεν δίστασε να ενθαρρύνει την εντατικοποίηση της εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης της χώρας σε βάρος, κατά μεγάλο ποσοστό,  των γυναικείων συμφερόντων.
            Όπως συνέβη και σε άλλες χώρες σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους, η θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν αρχικά εξαιρετικά αδύναμη (στην Ελλάδα αυτό ίσχυσε κυρίως κατά την περίοδο 1961-1971). Οι «πλεονάζουσες» γυναίκες προορίζονταν να γίνουν νοικοκυρές, εξαρτώμενες από μια προίκα που θα τους χορηγούσε η γονική τους οικογένεια και, αφότου παντρεύονταν, απολύτως εξαρτημένες από τους συζύγους τους. Στις αγροτικές περιοχές οι υποτιμημένες αγροτικές εργασίες έπεσαν στους ώμους των γυναικών, ενώ οι άντρες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν κάποια αμειβόμενη απασχόληση. Αρκετές γυναίκες κατέφυγαν στη μετανάστευση, ενώ άλλες στράφηκαν σε άτυπα επαγγέλματα που αποτελούν επέκταση των οικιακών εργασιών: ως εσωτερικές υπηρέτριες, παραδουλεύτρες, μοδίστρες, εργαζόμενες με το κομμάτι κ.τ.ό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μια περίοδος πολιτικής φιλελευθεροποίησης επέτρεψε να εμφανιστεί ένας αριθμός από -αριστερές κυρίως- γυναικείες οργανώσεις, όπως με την επανίδρυση το 1964 της ΠΕΓ. Ωστόσο σύντομα η δραστηριότητα αυτή έμελλε να διακοπεί από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967.
            Κατά την περίοδο της δικτατορίας η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση εξακολούθησαν να ενθαρρύνονται. Στο μεταξύ, ωστόσο, η θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας άλλαζε. Η παροχή εκπαίδευσης -που δημιουργούσε την προοπτική μιας θέσης μισθωτής εργασίας- είχε αποβεί σημαντική οικογενειακή προτεραιότητα ως προς την ανατροφή των κοριτσιών, θεωρούμενη συμπλήρωμα ή υποκατάστατο της προίκας. Έτσι, το ποσοστό των μορφωμένων -και εργαζόμενων- γυναικών αυξήθηκε σημαντικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και έπειτα. Παράλληλα, η αστικοποίηση είχε ως αποτέλεσμα αν όχι την ολοκληρωτική εγκατάλειψη, πάντως την απομάκρυνση από την παραδοσιακή εκτεταμένη οικογένεια, προς εκείνην της πυρηνικής μορφής, πράγμα που επέφερε την αντικατάσταση των παραδοσιακών χωριστικών -κατά φύλα- τρόπων ζωής από μικτά, αλλά και τη ρήξη ποικίλων δικτύων υποστήριξης κλπ. Επιπλέον, νέα πρότυπα για τα φύλα άρχισαν να φθάνουν στην Ελλάδα μέσω του τουρισμού, της τηλεόρασης και του τύπου. Ωστόσο η ιδεολογική διαχείριση αυτών των αλλαγών και η επαφή με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού και με τα κινήματα αμφισβήτησης που αναπτύσσονταν στις δυτικές χώρες εμποδίζονταν από το αυταρχικό καθεστώς της δικτατορίας, κληροδοτώντας μια ουσιώδη εκκρεμότητα στη μεταδικτατορική εποχή.



Β΄ περίοδος. Το δεύτερο κύμα του ελληνικού φεμινισμού, τα αιτήματα χειραφέτησης
                                        και τα αιτήματα απελευθέρωσης 

             Στην ατμόσφαιρα έντονης πολιτικοποίησης που επικράτησε στην Ελλάδα κατά τα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, το γυναικείο κίνημα άνθησε. Αναδύθηκε μια ποικιλία από γυναικείες οργανώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν έμμεσες ή άμεσες σχέσεις με αριστερά πολιτικά κόμματα. Η κινητοποίηση των γυναικών στις συνδικαλιστικές οργανώσεις (ειδικά εκείνες που εκπροσωπούν τομείς γυναικείας απασχόλησης) μεγάλωνε επίσης. Το πολιτικό πλαίσιο των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων έθεσε ένα πρώτο πλαίσιο για  τη θεματολογία και τα μέτωπα που θα αναπτύσσονταν γύρω από τα γυναικεία ζητήματα.
         Επιδιώκοντας τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό στο εσωτερικό και την αναγνώριση διεθνώς, οι κυβερνήσεις της δεξιάς υπό τον Κ. Καραμανλή ενστερνίστηκαν στα χρόνια αυτά την ανάγκη μεταρρυθμιστικών μέτρων. Το Σύνταγμα που προωθήθηκε και ψηφίστηκε από τη Βουλή το 1975 (χρονιά που, σημειώνουμε, είχε ανακηρυχθεί Έτος της Γυναίκας διεθνώς) περιέλαβε σαφή αναφορά στην ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και ορίστηκε μια περίοδος επτά ετών για την απάλειψη οποιασδήποτε νομικής διάκρισης εις βάρος των γυναικών. Κατόπιν τούτου, αλλά και ενόψει της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (που είχε προγραμματιστεί για το 1981), η κυβέρνηση προώθησε την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου με την σύμπηξη επιτροπής εμπειρογνωμόνων.
          Οι γυναικείες οργανώσεις, μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο επαναδραστηριοποιημένος Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, συσπειρωμένες γύρω από τη Συντονιστική Επιτροπή των Γυναικείων Ενώσεων και Σωματείων (Σ.Ε.Γ.Ε.Σ.) που δημιούργησαν το 1976, διεκδίκησαν -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν- να έχουν λόγο κατ’ αρχάς ως προς τη σύνθεση της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων αλλά και ως προς τις θέσεις που αυτή έλαβε στη διάρκεια των εργασιών της, οι οποίες πάντως δεν έμελλε να ολοκληρωθούν.
            Οι γυναικείες οργανώσεις κινητοποιήθηκαν και σε άλλες περιστάσεις, όπως για παράδειγμα το 1977/78, οπότε διαμαρτυρήθηκαν εναντίον της συζητούμενης επιβολής υποχρεωτικής στράτευσης των Ελληνίδων, με το επιχείρημα ότι οι γυναίκες είναι ήδη υπερφορτωμένες με βάρη της οικογένειας και της εργασίας και η στράτευσή τους θα επιδείνωνε τη θέση τους.

        Οι τρεις μεγαλύτερες αριστερές γυναικείες οργανώσεις της εποχής αντιστοιχούσαν, άλλη περισσότερο, άλλη λιγότερο, στα τρία μεγαλύτερα αριστερά κόμματα του κοινοβουλίου. Αρχικά, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, αριστερές γυναίκες είχαν συνασπισθεί γύρω από την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών (Κ.Δ.Γ.), ένα είδος οργάνωσης-ομπρέλας. Ωστόσο το 1976 οπαδοί του σοσιαλιστικού κόμματος ΠΑ.ΣΟ.Κ. ίδρυσαν μια ξεχωριστή οργάνωση, την ΄Ενωση Γυναικών Ελλάδας (Ε.Γ.Ε.), και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας δημιούργησαν την Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (Ο.Γ.Ε.), ενώ στην Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών παρέμειναν πολλές γυναίκες που συνδέονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Εσωτερικού (φορέα του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα). Η δομή των οργανώσεων αυτών παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ωστόσο όλες εκτός από τα κεντρικά τους είχαν παραρτήματα ή ομόσπονδες τοπικές οργανώσεις στην Αθήνα και στην περιφέρεια και εξέδιδαν ένα ή περισσότερα έντυπα, καθώς και εφήμερο υλικό, όπως αφίσες, προκηρύξεις κτό.
         Από αυτές τις οργανώσεις η Ο.Γ.Ε., ακολουθώντας τις θέσεις της παραδοσιακής κομμουνιστικής αριστεράς, ήταν αρχικά απολύτως αντίθετη στον φεμινισμό. Θέτοντας ως βασικό της στόχο να προσελκύει γυναίκες στον ταξικό αγώνα και στους σκοπούς του ΚΚΕ, πρόβαλλε ως κυρίαρχα γυναικεία αιτήματα εκείνα της ειρήνης και της εργασίας, θέσεις που ωστόσο έμελλε να αναθεωρήσει περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε ενστερνίστηκε αρκετούς από τους προβληματισμούς του νέου φεμινισμού. Η Ε.Γ.Ε. (με πρόεδρο την αμερικανικής -και πολιτικά δραστήριας- καταγωγής σύζυγο του ηγέτη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ανδρέα Παπανδρέου Μάργκαρετ/Μαργαρίτα) διατηρούσε αρχικά χαμηλούς τόνους, προβάλλοντας αιτήματα τόσο για την ισοτιμία των φύλων όσο και για την ειρήνη ή την εθνική ανεξαρτησία, ενώ έμελλε να δραστηριοποιηθεί έντονα από την περίοδο που προηγήθηκε της ανόδου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία το 1981 και ύστερα, οπότε και υποστήριξε ιδιαίτερα ριζοσπαστικά φεμινιστικά αιτήματα. Τέλος, η Κ.Δ.Γ. ήταν η περισσότερο ανοιχτή εξαρχής στον νέο φεμινισμό, στην υποστήριξη ενός ξεχωριστού γυναικείου κινήματος, με τη «διπλή στράτευση» των γυναικών στον ταξικό και στον γυναικείο αγώνα, και στην προώθηση εναλλακτικών οπτικών σε σχέση τόσο με την προσωπική ζωή όσο και με την πολιτική.
       Λιγότερο γνωστή και μαζική αλλά ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη ενός νέου προσανατολισμού του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα υπήρξε μια άλλη οργάνωση, η Κίνηση για την Απελευθέρωση των Γυναικών (Κ.Α.Γ.), που δημιουργήθηκε το 1975. Γύρω από αυτήν συσπειρώθηκαν γυναίκες που είχαν αποχωρήσει από αριστερίστικες πολιτικές οργανώσεις, άλλες που είχαν συμμετάσχει στον αντιδικτατορικό αγώνα αλλά δεν είχαν στη συνέχεια ενταχθεί σε κάποιο κόμμα, καθώς και γυναίκες από τους χώρους των τροτσκιστών, των αναρχικών κλπ. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός αυτών των γυναικών τις έφερε σε σαφή διάσταση προς την ιεραρχική δομή των γυναικείων οργανώσεων που είχαν κομματικές αναφορές, αλλά και με τα παλαιότερα, χειραφετητικά αιτήματα του γυναικείου κινήματος. Δίνοντας, όπως έκανε φανερό ο τίτλος της οργάνωσης, προτεραιότητα στο αίτημα της απελευθέρωσης από τα στερεότυπα, αλλά και χωρίς να εγκαταλείπουν τον αντικαπιταλιστικό αγώνα (όπως γίνεται φανερό από τα άρθρα στο έντυπό τους), οι γυναίκες της Κ.Α.Γ. καλλιέργησαν την ιδέα ενός ιδιαίτερου χαρακτήρα αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών, με έμφαση στα ζητήματα της σεξουαλικότητας και της αναπαραγωγικής λειτουργίας των γυναικών, καθώς και των στερεότυπων για τα φύλα. Το 1977 η Κ.Α.Γ. κυκλοφόρησε εγχειρίδιο για την αντισύλληψη, ενώ το 1978 πραγματοποίησε μαζί με γυναίκες της Κ.Δ.Γ. συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των καλλιστείων, που προκάλεσε αίσθηση.

             Καταλυτική έμελλε να σταθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η απόφαση της κυβέρνησης να προωθήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις στον χώρο της παιδείας για τη λεγόμενη «εντατικοποίηση», που προκάλεσε την πραγματοποίηση φοιτητικών καταλήψεων στα περισσότερα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι πιο ανατρεπτικές από τις ιδέες που είχαν αναπτυχθεί στις χώρες της Δύσης στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήρθαν στο προσκήνιο για πρώτη φορά και στην Ελλάδα, κάτι που επέτρεψε στις φεμινιστικές αντιλήψεις του νέου κύματος να αποκτήσουν σημαντική δημοτικότητα, ιδιαίτερα στους φοιτητικούς χώρους. Δημιουργήθηκε μια ποικιλία από μικρές γυναικείες ομάδες στα πανεπιστήμια, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές της Αθήνας και άλλων πόλεων.
        Έτσι, όταν στις 7 και 8 του Μάρτη του 1980 η Επιτροπή Αγώνα για την Αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου (από γυναίκες της Κ.Δ.Γ., των Ομάδων Γυναικών Νομικής, Φιλοσοφικής, Ιατρικής, Βιολογικού και της Ομάδας Πρωτοβουλίας Γυναικών του Ο.Τ.Ε) οργάνωσε την πρώτη δημόσια συγκέντρωση και την πρώτη πορεία, αντίστοιχα, για την Ημέρα της Γυναίκας, η μαζικότητα και ο ενθουσιασμός των γυναικών που συμμετείχαν έδωσε το έναυσμα για την ανάδυση του χώρου που έγινε γνωστός ως Αυτόνομο Γυναικείο Κίνημα.
             Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις ομάδες αυτές δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τις νομοθετικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις όσο για την αλλαγή των συνειδήσεων, ιδιαίτερα των γυναικών, τη λεγόμενη συνειδητοποίηση. Προτιμούσαν τον συγκεκριμένο τύπο πολιτικής οργάνωσης, σε μικρές ομάδες, επειδή όχι μόνο επέτρεπε στις ιδέες των γυναικών να αναπτύσσονται αλλά και συνιστούσε έναν έμπρακτο τρόπο αντιπαράθεσης στην κατεστημένη ανδροκρατούμενη εξουσιαστική και ιεραρχική πολιτική. Στο εσωτερικό των ομάδων τους οι γυναίκες ανέλυαν ιδιαίτερες εκδοχές της γυναικείας καταπίεσης, ενώ για τη διοργάνωση μαζικότερων δημόσιων συναντήσεων, συζητήσεων και εκδηλώσεων διαμαρτυρίας συντονίζονταν μέσα από ένα χαλαρό δίκτυο. Ορισμένες από τις δραστηριότητές τους ήταν ανοικτές και στους άνδρες, ενώ άλλες απευθύνονταν αποκλειστικά στις γυναίκες. Για τις συναντήσεις και τις δραστηριότητές τους χρησιμοποιούσαν ιδιωτικά σπίτια, χώρους συνάντησης σε γειτονιές και σε πανεπιστήμια, Σπίτια Γυναικών στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στα Γιάννενα, δύο βιβλιοπωλεία γυναικών και ένα Καφενείο Γυναικών στην Αθήνα. Διεκδικώντας τον δικό τους χώρο στον δημόσιο λόγο, εξέδιδαν φυλλάδια, περιοδικά και άλλα δημοσιεύματα και συχνά απευθύνονταν στη δημόσια γνώμη μέσω ανακοινώσεων στον τύπο.
            Ιδιαίτερα σημαντικές υπήρξαν μια σειρά από πορείες -από τις οποίες ορισμένες ήταν νυχτερινές- μέσα από τις οποίες οι γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στη βία και στο βιασμό και διεκδίκησαν τη δυνατότητα να κυκλοφορούν ελεύθερα οποιαδήποτε ώρα της μέρας και σε οποιοδήποτε χώρο. Μια άλλη εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε το 1983 από μια νέα οργάνωση που χαρακτηριστικά ονομάστηκε Αυτόνομη Κίνηση Γυναικών, αφορούσε στη νομιμοποίηση των εκτρώσεων και τη διάδοση της αντισύλληψης. Οι αυτόνομες γυναίκες κινητοποιούνταν και σε διάφορες άλλες περιστάσεις, όπως για την υποστήριξη στα δικαστήρια γυναικών που είχαν πέσει θύματα βίας, αντιπαρατίθενταν γενικά προς καταπιεστικές πολιτικές, κατάγγελναν τον σεξισμό των Μ.Μ.Ε. κλπ.

             Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που ανέβηκε στην εξουσία το 1981, δρομολόγησε τη μεταρρυθμιστική πολιτική η οποία, όπως είδαμε, εκκρεμούσε να θεσμοθετηθεί. Επίκουρός του στάθηκε η Ε.Γ.Ε., με πολυάριθμα παραρτήματά της σε πολλά μέρη της χώρας, χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό -χωρίς κατά κανόνα να το αναγνωρίζει (και κατά μεγάλο ποσοστό χωρίς να το γνωρίζει)- επιχειρήματα και ρητορική που είχε αναπτύξει ο αυτόνομος χώρος.
          Από τις νομικές μεταρρυθμίσεις μπορούμε να αναφέρουμε ότι, μεταξύ άλλων, το 1982 θεσμοθετήθηκε ο πολιτικός γάμος, το νέο Οικογενειακό Δίκαιο του 1983 εξίσωσε τη θέση των συζύγων εντός του γάμου, κατάργησε την προίκα, νομιμοποίησε τα εξώγαμα τέκνα, θέσπισε το συναινετικό διαζύγιο κ.ά., το 1984 ψηφίστηκε νέος νόμος σχετικά με τον βιασμό και το 1986 ένας άλλος αποποινικοποίησε τις εκτρώσεις. Έτσι, η ελληνική νομοθεσία ως προς τα ζητήματα φύλου έγινε μια από τις πιο προωθημένες. Όπως συνέβη και σε άλλες χώρες, οι γυναικείες διεκδικήσεις φάνηκε να ικανοποιούνται και το γυναικείο κίνημα (όπως και πολλά άλλα πολιτικά κινήματα) άρχισε να ατονεί, με συνέπεια πολλές από τις μεταρρυθμίσεις να παραμείνουν ανενεργές ή ανοιχτές σε παραβιάσεις.

              Ενώ, λοιπόν, η συλλογική φεμινιστική κριτική υποχωρούσε αρκετές ελληνίδες φεμινίστριες επιδόθηκαν στην ανάπτυξη φεμινιστικής έρευνας. Ανάμεσα στα επιτεύγματά τους περιλαμβάνονται μελέτες των πρώιμων φάσεων της ιστορίας του ελληνικού γυναικείου κινήματος, καθώς και πτυχών των διαφυλικών σχέσεων και της θέσης των γυναικών στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Μια Ομάδα Γυναικείων Σπουδών πρωτοδημιουργήθηκε και λειτούργησε από το 1983 -με τον θεσμικό μανδύα της ερευνητικής και συμβουλευτικής επιτροπής- στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.



Ρεύματα του ελληνικού φεμινισμού και το δίπολο "ισότητα - διαφορά"

        Η συμπόρευση με ρεύματα και τάσεις του φεμινισμού της αλλοδαπής παρουσιάζεται συγκεχυμένη και όχι συνειδητοποιημένη στον χώρο των γυναικείων οργανώσεων και ομάδων, παρά τις σαφείς επιρροές κυρίως επί των τελευταίων από τα τεκταινόμενα και γραφόμενα στις Η.Π.Α., στη Βρετανία, στη Γερμανία, στην Ολλανδία και.-κατά κύριο λόγο- στη Γαλλία και την Ιταλία, χώρες που φιλοξένησαν μεγάλους πληθυσμούς ελλήνων διανοούμενων και φοιτητριών/των τόσο στη διάρκεια της Δικτατορίας όσο και αμέσως μετά. Τη φεμινιστική θεωρία πρωτογνώρισε με σχετική συστηματικότητα στο αναγνωστικό κοινό το περιοδικό Σκούπα. Για το γυναικείο ζήτημα, που εξέδωσε εννεαμελής ομάδα γυναικών (πέντε τεύχη, μεταξύ 1979 και 1981). Το παράδειγμα ακολούθησαν με λιγότερο φιλόδοξα αποτελέσματα άλλα έντυπα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, για να επανέλθει με αξιώσεις η Δίνη. Φεμινιστικό περιοδικό (εννέα τεύχη, 1986-1995?]. Σημαντική, τόσο για το έργο όσο και για τον συμβολικό της χαρακτήρα, υπήρξε η δραστηριότητα της Εκδοτικής Ομάδας Γυναικών (τέσσερα βιβλία, μεταξύ 1979 και 1981). Η εμπορική εκδοτική δραστηριότητα, που ανταποκρίθηκε στο αυξημένο ενδιαφέρον της εποχής για τα γυναικεία θέματα, απέδωσε καρπούς με τη μετάφραση ορισμένων από τα γνωστότερα ή πλέον ευπώλητα βιβλία της ξένης βιβλιοπαραγωγής, υποχώρησε όμως αρκετά σύντομα, με αποτέλεσμα να παραμένουν μέχρι σήμερα αμετάφραστα και άγνωστα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ορισμένα από τα πιο προωθημένα και εμπεριστατωμένα έργα φεμινιστικής θεωρίας.
            Σε αυτό το πλαίσιο της θεωρητικής υπανάπτυξης ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαχείριση του δίπολου ισότητα - διαφορά από το γυναικείο κίνημα της εποχής στην Ελλάδα και οι προεκτάσεις της στα επόμενα χρόνια.
            Με το αφιέρωμα τους «Περί διαφοράς» το 1979 στο τεύχος 3 του περιοδικού Σκούπα,  οι συντάκτριές του παρουσίασαν τη σχετική διαμάχη στη Γαλλία, όπου μάλιστα κάποιες την είχαν ζήσει από κοντά. Την προάσπιση της διαφοράς είχε προτάξει η κίνηση Ψυχανάλυση και Πολιτική (Psych et Po), που άσκησε κριτική στις φεμινίστριες ότι επιδίωκαν την ένταξή τους στον ανδροκρατούμενο κόσμο και στις αξίες του, αντί της ριζικής ανατροπής του. Με προεξάρχουσες τις Λυς Ιριγκαράυ, Τζούλια Κρίστεβα, Ελέν Σιξού και με αναφορές σε ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής (όπως η θεωρία περί «φαλλού» του Λακάν και ο αποδομισμός του Ντεριντά), επιχείρησαν ιδίως μέσω της γλώσσας την οικοδόμηση ενός νέου σύμπαντος συμβολισμών και εννοιών, αντλώντας έμπνευση σε μεγάλο μέρος από την εμπειρία και τη φυσιολογία του γυναικείου σώματος. Στις θέσεις αυτές αντιτάχθηκαν φεμινίστριες που εκτίμησαν ότι η επαναφορά του γυναικείου σώματος και των φυσικών χαρακτηριστικών και λειτουργιών του ως πεδίο αναφοράς και έμπνευσης θα επανεισήγε τον βιολογισμό, ο οποίος έχει κατεξοχήν χρησιμοποιηθεί ως βάση για κάθε λογής διακρίσεις, όπως ο σεξισμός, ο ρατσισμός κτό. Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρή, επέφερε ρήξη που οδήγησε στη διακοπή της έκδοσης του σημαντικού περιοδικού Questions féministes. Η Κριστίν Ντελφύ και άλλες  αντιτιθέμενες στον βιολογισμό και τη «διαφορά» φεμινίστριες -με τις οποίες συντάχθηκε και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ- υποστήριξαν τις απόψεις τους με το περιοδικό Nouvelles Questions féministes. Οι συντάκτριες της Σκούπας, ενστερνιζόμενες την απορριπτική  προς τη «διαφορά» στάση, άσκησαν με το αφιέρωμά τους κριτική και στο βιβλίο του Γιάννη Καλλιόρη Η ισότητα της διαφοράς. Σκέψεις για την ισότητα των φύλων (Διογένης, Αθήνα 1979) που είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει στην ελληνική βιβλιαγορά. 
            Ωστόσο, σε ένα άλλο πλαίσιο, η συζήτηση περί διαφοράς ενέπνευσε μέρος του γυναικείου κινήματος σε πολλές χώρες να εστιάσει σε συμπεριφορές και αξιακά συστήματα που μέχρι τότε υποτιμώνταν ως συνδεόμενα με τη «φύση» των γυναικών, να τα επαναξιολογήσει ως κοινωνικές κατασκευές και να επιχειρηματολογήσει υπέρ της προώθησής τους σε γυναίκες και άνδρες, ως μέσα μιας πολιτικής για τη ριζική ανατροπή της πατριαρχίας. Στην Ελλάδα, και σε αντίθεση με τις συντάκτριες της Σκούπας και στη συνέχεια της Δίνης, που εκδίδονταν στην Αθήνα, η Ομάδα Γυναικείων Σπουδών που δημιουργήθηκε το 1983 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης υποστήριζε την πολιτική εκδοχή της διαφοράς.
           Εκφάνσεις αναζητήσεων σχετικά με τη γυναικεία ιδιαιτερότητα καλλιεργήθηκαν κατά καιρούς και από ομάδες που ασχολήθηκαν με το γυναικείο σώμα και τις δυνατότητές του –μέχρι τα όρια του υπερφυσικού. Στην Ελλάδα, πάντως, το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου χώρου, σύμφωνα με μαρτυρίες αλλά και την εμπειρία της υποφαινόμενης, δεν μετέλαβε των σχετικών προβληματισμών.

         Γενικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Αυτόνομος Γυναικείος Χώρος, ως πλέον ριζοσπαστικός, στάθηκε αρκετά αρνητικός απέναντι στην επιχειρηματολογία της «διαφοράς», χωρίς να αποκλείονται επιλεκτικές αναφορές σε αυτήν, ενώ οι μεγάλες κομματικές γυναικείες οργανώσεις, ταγμένες περισσότερο στη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό παρά στην κατάργηση των φυλετικών ρόλων, επικαλούνταν πολύ περισσότερο τη «γυναικεία φύση».
            Έτσι το έδαφος εμφανίστηκε πολιτικά τρωτό όταν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη δραματική υποχώρηση του γυναικείου κινήματος, όπως και των υπολοίπων κινημάτων, στην Ελλάδα όπως και στο εξωτερικό, η συντονισμένη οπισθοδρομική αντίδραση (backlash) επιδόθηκε να επαναφέρει -κυρίως μέσω των Μ.Μ.Ε.- τα φυλετικά στερεότυπα επικαλούμενη ακριβώς τη «διαφορά» -και επιβεβαιώνοντας, έτσι, κατά ένα μέρος τους φόβους και τις προειδοποιήσεις των φεμινιστριών που την είχαν αντιστρατευτεί.



Από το χθες στο σήμερα –και στο αύριο

         Από το 2003, στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την εισαγωγή νέων αντικειμένων στην ανώτατη εκπαίδευση (ΕΠΕΑΕΚ) σε επτά πανεπιστήμια και δύο ΤΕΙ της Ελλάδας διοργανώνονται διατμηματικά προπτυχιακά ή/και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών για το φύλο και την ισότητα. Η προοπτική του εγχειρήματος είναι πολύ πρώιμο να εκτιμηθεί. Ίσως κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως ένα οπωσδήποτε ευτυχές επακόλουθο είναι η κυκλοφορία από εκδοτικούς οίκους του εμπορίου αριθμού βιβλίων φεμινιστικής θεωρίας, που έστω κι αν απευθύνονται σε ειδικό κοινό, καλύπτουν ένα μέρος από το δυσαναπλήρωτο κενό της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας. Στο μεταξύ εκπονούνται εργασίες -προπτυχιακές, μεταπτυχιακές, διδακτορικές- που εμπλουτίζουν την όχι ευκαταφρόνητη παραγωγή των περασμένων ετών και βάζουν ίσως τις βάσεις για τη συνέχιση της σχετικής δραστηριότητας στο μέλλον.   
           Βεβαίως, η ανάπτυξη της φεμινιστικής ανάλυσης και θεωρίας στην Ελλάδα απαιτεί ένα πλούσιο ερευνητικό υπόβαθρο καθώς και τη δημιουργία μεθοδολογικών εργαλείων που να επιτρέπουν την αποτύπωση των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής πραγματικότητας –και εντός αυτής. Εξαιτίας της ταραχώδους εθνικής και κοινωνικής ιστορίας της χώρας η κοινωνική και ιστορική έρευνα παρουσίαζε μέχρι πρόσφατα σημαντικές ελλείψεις και καθυστερήσεις. Το ίδιο πρόβλημα, ίσως και πιο έντονο, δυνάστευσε την έρευνα στις περισσότερες ίσως βαλκανικές και μεσογειακές χώρες, κάτι που μας έχει στερήσει τη δυνατότητα πολύτιμων συγκριτικών προσεγγίσεων. Για την αναπλήρωση των κενών αυτών προϋπόθεση αποτελεί η επικράτηση ειρήνης και ευημερίας.
            Επιπλέον, να σημειώσω τον προβληματισμό μου για το πολιτικό περιεχόμενο μιας τέτοιας ενασχόλησης, καθώς και της αντίστοιχης διδακτικής, σε εποχές που δεν υπάρχει η δυνατότητα διαλόγου με ένα αντίστοιχο κίνημα, καθώς δεν υπάρχει κίνημα (!) –πρόβλημα διεθνές.
           Η Ελλάδα, όπως και να έχει, είναι μια χώρα που βρίσκεται στην περιφέρεια αυτού που συνήθως θεωρείται κέντρο στη σύγχρονη θεωρία και πολιτική. Ωστόσο, όπως το πρώιμο ρεύμα της πολυ-πολιτισμικότητας έδειξε, μετακινώντας προς την περιφέρεια το επίκεντρο της φεμινιστικής έρευνας -ή, καλύτερα, αναπτύσσοντας πολλά επίκεντρα- μπορεί να αποκομίσουμε γνώση εξαιρετικά χρήσιμη, όχι μόνο για όσες/ους ζουν στην περιφέρεια αλλά και για εκείνες/ους που θεωρείται ότι βρίσκονται στο κέντρο.
               Σε μια εποχή συστηματικής προώθησης νέων εκδοχών στερεοτύπων για τα κοινωνικά φύλα και τις διακρίσεις (ειδικά μέσα από τα λαϊκής κατανάλωσης έντυπα και τα Μ.Μ.Ε.) και ενώ μια ποικιλία από ιδεολογίες προωθούν καθαρολογίες (φονταμενταλισμούς), μισαλλοδοξία και διαχωρισμούς των ανθρώπων, μια καλύτερη κατανόηση της πολυμορφίας των κοινωνικών φαινομένων μοιάζει απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση νέων εναλλακτικών πολιτικών. Η μελέτη της ιστορίας του ελληνικού γυναικείου κινήματος θα μπορούσε να συνεισφέρει σε αυτόν τον στόχο.







ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ

Η ιστορική αναδρομή στο ελληνικό γυναικείο κίνημα έγινε με βάση το άρθρο:
Μιχοπούλου Άννα-Ευφροσύνη, «Το ελληνικό γυναικείο κίνημα στον χώρο και στον χρόνο», στο:    
      Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Women in Public Space. Experiences from North and South,
      Αθήνα 1994, αναθεωρημένη το 2004 για τις ανάγκες του μαθήματος «Ιστορία των Γυναικών» στο
      Π.Τ.Δ.Ε. του Α.Π.Θ.

Στοιχεία για την Ομάδα Γυναικείων Σπουδών του Α.Π.Θ. αντλήθηκαν από:
έρευνα της γράφουσας στο πλαίσιο του προγράμματος «Πυθαγόρας Ι 4.2.3.ε. Ενίσχυση ερευνητικών
      ομάδων σε θέματα φύλου και ισότητας», διοργανωμένη από το Α.Π.Θ., με στόχο τη διερεύνηση
      της ενσωμάτωσης της φεμινιστικής θεωρίας σε επιστημονικά–ακαδημαϊκά πεδία στην Ελλάδα.

Για τις ιδεολογικές διεργασίες σε παλαιότερες περιόδους χρησιμοποιήθηκαν κυρίως:
Αβδελά, Έφη – Ψαρρά, Αγγέλικα, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία,
      Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985.
Αναστασοπούλου, Μαρία, Καλλιρρόη Παρρέν. Η συνετή απόστολος της γυναικείας χειραφεσίας. Η

      ζωή και το έργο, Εκδόσεις Ηλιοδρόμιον, Αθήνα χ.χ.
Βαρίκα, Ελένη, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα

      1833-1907, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, άρθρα: Ρεπούση, Μαρία, «Το φύλο των γυναικών. Έμφυλες ομάδες

      και γυναικείες διεκδικήσεις», τόμ. 5, σ. 187-196, Μπουτζουβή, Αλέκα, «Γυναικείο κίνημα. Όψεις
       και δράσεις 1909-1922», τόμ. 6, σ. 283-292, Σαμίου, Δήμητρα, «Οι Ελληνίδες 1922-1940.
     κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις», τόμ. 7, σ. 65-76, Σαμίου, Δήμητρα, Οι
      Ελληνίδες στην Κατοχή. Πόλεμος και ανατροπές», τόμ. 8, σ. 179-188, Σαμίου, Δήμητρα, «Οι
      γυναίκες στον Εμφύλιο. Πολιτικοί αγώνες και ισότητα», τόμ. 8, σ. 261-270, Ρεπούση, Μαρία, «Ο
      χώρος των γυναικών. Πολιτικά κόμματα, γυναικείες οργανώσεις και ομάδες», τόμ. 10, σ. 121-144,
      Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.    


Powered by Create your own unique website with customizable templates.